Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Άλκη Ζέη: Η Συγγραφέας των παιδιών

    
   «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», «Τα παπούτσια του Αννίβα», «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της», «Ο ψεύτης παππούς», είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους των βιβλίων της συγγραφέως Άλκης Ζέη. Βιβλία που μεγάλωσαν γενιές και γενιές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες ανά τον κόσμο, αφού αρκετά από τα βιβλία της κ. Ζέη έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει εκτός των ελληνικών συνόρων.
   Στις 15 Οκτωβρίου, η συγγραφέας επισκέφθηκε τη Λευκάδα, προσκεκλημένη της Διεύθυνσης και του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 4ου Δημοτικού Σχολείου. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, το πρωί συναντήθηκε με τους μικρούς μαθητές, οι οποίοι της έθεσαν ερωτήσεις σε σχέση με τα βιβλία και τη λογοτεχνία, και το απόγευμα της ίδιας ημέρας η κ. Ζέη συνάντησε τους γονείς, στην εκδήλωση που διοργανώθηκε με θέμα: «Παιδί και Λογοτεχνία», όπου οι γονείς διατύπωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τις δικές τους απορίες. Κάπου εκεί, στο μεταξύ, συνάντησα κι εγώ την κ. Ζέη.   

- Μ.Β.: Κυρία Ζέη, καλώς ήλθατε.
- Α.Ζ.: Καλώς σας βρήκα στη Λευκάδα.   

- Μ.Β.: Σήμερα το πρωί συναντηθήκατε με τους μικρούς μαθητές του 4ου Δημοτικού Σχολείου. Ποια είναι η εντύπωση που διαμορφώσατε, βάσει της συζήτησης που είχατε με τα παιδιά?  
- Α.Ζ.: Ήταν πολύ καλή. Βέβαια, εγώ δεν γράφω για τα μικρότερα παιδιά. Οι μαθητές, όμως, της πέμπτης και της έκτης δημοτικού ήταν πολύ συγκροτημένοι και έκαναν ενδιαφέρουσες ερωτήσεις.  

- Μ.Β.: Αυτό που μου έχει κάνει εντύπωση στα βιβλία σας είναι ότι απευθύνονται σε παιδιά ηλικίας από δέκα ετών και πάνω. Συγκεκριμένα, στον «Ψεύτη Παππού» λέτε ότι είναι για αναγνώστες από 11 έως 111 ετών. Ποια είναι τα όρια που χωρίζουν την παιδική και την εφηβική λογοτεχνία από την ενήλικη?  
- Α.Ζ.: Τα όρια της εφηβικής λογοτεχνίας είναι έως τα δεκαέξι. Τα παιδιά, βέβαια, που συνηθίζουν να διαβάζουν, μπορούν μετά από την ηλικία αυτή, να αρχίσουν να διαβάζουν βιβλία για μεγάλους. Εμένα, όμως, μου αρέσει να γράφω για παιδιά ηλικίας από δέκα ετών και πάνω. Είχα εντυπωσιαστεί από μία αστυνομική ταινία, αγγλική, που είχα δει. Σε αυτή την ταινία ήταν όλα γυρισμένα από το ύψος ενός παιδιού δέκα χρονών, το οποίο το μόνο που είχε καταφέρει να δει ήταν τα πόδια του δολοφόνου. Σύμφωνα με το μπόι του παιδιού, είχαν γίνει και οι λήψεις του φιλμ. Κι αυτό, με έκανε να σκεφθώ ότι όλα πρέπει να τα βλέπω σαν να είμαι το ίδιο το παιδί, των δέκα, των δώδεκα χρονών. Να μπαίνω μέσα στο πετσί του παιδιού και να αντιδρώ όπως θα αντιδρούσε ένα παιδί αυτής της ηλικίας. Να μην φαίνομαι εγώ από πίσω.    

- Μ.Β.: Ποια ήταν η αρχική σας ανάγκη και η έμπνευση εκείνη που σας ώθησαν στο γράψιμο?   
- Α.Ζ.: Από μικρή ήμουν ένα παιδί σιωπηλό που είχε, όμως, μια αδελφή φλύαρη, η οποία δεν μου άφηνε πεδίο ελεύθερο. Τόσο που με νόμιζαν και κουτή και μ’ έλεγαν «’Αλκη-Αλκούλι» και με φώναζαν «κουτοπούλι», και μάλιστα εγώ υπερηφανευόμουν γι’ αυτό. Αλλά ένας θείος μου παντρεύτηκε μία κοπέλα δημοσιογράφο, η οποία αργότερα έγινε η γνωστή μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου, και η οποία μου είπε ότι μπορώ να γράψω τις σκέψεις μου. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ και προσπάθησα από πολύ μικρή να γράψω τις σκέψεις μου. Κι έτσι εξελίχθηκα μετά.

- Μ.Β.: Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περνάτε στα παιδιά μέσα από κάθε σας βιβλίο?   
- Α.Ζ.: Η λέξη μήνυμα δεν μου αρέσει καθόλου. Ειδικά όταν τους ρωτάνε στο σχολείο «τι μήνυμα βγάζεις από αυτό το βιβλίο». Αυτό που θέλω εγώ να γράψω είναι ιστορίες. Επειδή έχω ζήσει ένα μεγάλο πόλεμο, μία αντίσταση, δύο εμφυλίους πολέμους, έχω υπάρξει δύο φορές πολιτική εξόριστος, έχω μια πλούσια ζωή. Και θέλω αυτή τη ζωή να τη γράψω, όπως θα την ζούσε ένα παιδί. Και μέσα από τα μάτια αυτού του παιδιού, να δουν τα σημερινά παιδιά μία άλλη εποχή. Εποχές, δηλαδή, που σφράγισαν τον τόπο μας.

- Μ.Β.: Υπάρχει μία συνταγή που μπορεί να ακολουθήσει κάποιος για να γράψει ένα επιτυχημένο βιβλίο?   
- Α.Ζ.: Δεν μπορώ να δώσω εγώ καμιά τέτοια συνταγή. Να είναι αληθινό και κυρίως αυτό που σας είπα. Ότι το παιδί πρέπει να είναι παιδί. Πράγμα που για εμένα το είχε καταφέρει πρώτη η Πηνελόπη Δέλτα.

- Μ.Β.: Έχετε δηλώσει ότι δεν μπορείτε να γράψετε για ένα θέμα, αν πρωτύτερα δεν το έχετε ζήσει από κοντά. Πόσο δύσκολη και χρονοβόρα είναι αυτή η διαδικασία?   
- Α.Ζ.: Κάθε φορά, επιδιώκω να έχω ζήσει από κοντά το θέμα μου. Για παράδειγμα στην περίπτωση της «Κωνσταντίνας», αν δεν ήμουν τρία χρόνια στο Κεντρικό Συμβούλιο του ΚΕΘΕΑ, αν δεν είχα γνωρίσει πολλά παιδιά και δεν είχα κουβεντιάσει μαζί τους και με τους γονείς τους, δεν θα μπορούσα να είχα γράψει γι’ αυτό το θέμα των ναρκωτικών. Πρέπει να το ξέρω πολύ καλά το θέμα μου για να γράψω. Να έχω ζήσει το περιβάλλον.   

- Μ.Β.: Από ότι καταλαβαίνω είναι μία διαδικασία που σας γοητεύει.   
- Α.Ζ.: Ναι, πολύ. Αν με ενδιαφέρει κάτι, μου αρέσει να το δω από κοντά.

- Μ.Β.: Πώς βλέπετε τα σημερινά Ελληνόπουλα?     
- Α.Ζ.: Τα παιδιά μας, σε σχέση με παιδιά άλλων χωρών, είναι λιγάκι κακομαθημένα. Τα δικά μου τα παιδιά έχουν πάει σχολείο στη Γαλλία και τα εγγόνια μου στις Βρυξέλλες. Σε δημόσια σχολεία. Αυτό που παρατηρώ είναι ότι δεν σκέφτονται να φορέσουν ένα πουλόβερ ή ένα παπούτσι μάρκας. Δεν ξεχωρίζεις το παιδί του υπουργού από το παιδί του θυρωρού. Είναι όλα μαζί· και δεν τους προσφέρουν οι γονείς περισσότερα από ό,τι έχουν. Σε αντίθεση με τους Έλληνες που κοιτάνε να ντύσουν το παιδί πιο ακριβά. Εκεί δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Οπότε δεν μαθαίνουν τα παιδιά αυτήν την κοινωνία της κατανάλωσης που μαθαίνουν από πολύ μικρά τα Ελληνόπουλα.  

- Μ.Β.: Θεωρείτε ότι τα σημερινά παιδιά, εδώ στην Ελλάδα, έχουν χρόνο να διαθέσουν στην ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων?     
- Α.Ζ.: Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουν, γιατί είναι πάρα πολύ πιεσμένα. Και όχι μόνο από το σχολείο, αλλά και από τους γονείς, οι οποίοι θέλουν τα παιδιά τους να κάνουν και μπαλέτο, και χιπ χοπ και πάλη ιαπωνική, και πολλά άλλα πράγματα. Και δυο τρεις γλώσσες. Είναι πολλά αυτά για ένα παιδί και στο τέλος ακούς το παιδί να λέει «Αϊ στο καλό! Θα μου δώσεις και βιβλίο από πάνω να διαβάσω;». Το βιβλίο πρέπει να είναι μια ξεκούραση για το παιδί.    

- Μ.Β.: Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν, ώστε να αποφορτιστούν τα παιδιά και να μπορέσουν να αξιοποιήσουν το χρόνο τους δημιουργικά, διαβάζοντας ένα βιβλίο λογοτεχνίας?    
- Α.Ζ.: Πάντα, επαφιόμαστε στον πατριωτισμό των δασκάλων. Γυρνώντας την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, έχω διαπιστώσει ότι αν ένας δάσκαλος έχει πάθος για τα βιβλία, θα το μεταδώσει και στα παιδιά. Ένας Άγγλος συγγραφέας ο Ρόμπερτ Νταλ, που δεν ζει πια, είχε πει ότι «Μην μου λένε ότι δεν βρίσκουν χρόνο για διάβασμα. Ήξερα μία γυναίκα που ήταν παντρεμένη, είχε τρία παιδιά, δούλευε, είχε εραστή, κι όμως πρόφταινε να διαβάζει βιβλία».     

- Μ.Β.: Έχετε δηλώσει ότι η απόλυτη ησυχία και η μοναξιά δεν σας βοηθούν στο γράψιμο. Ποιοι είναι εκείνοι οι ήχοι που ενθαρρύνουν την έμπνευσή σας?     
- Α.Ζ.: Όταν βρίσκομαι στις Βρυξέλλες, που είναι η κόρη μου και τα εγγόνια μου, ενώ το σπίτι είναι πολύ μεγάλο και έχω στη διάθεση μου και υπνοδωμάτιο και ξέχωρο γραφείο, εγώ παίρνω το κομπιούτερ μου και κατεβαίνω στον πρώτο όροφο όπου είναι η τραπεζαρία, γιατί θέλω να τους ακούω να περνάνε και να ανεβοκατεβαίνουν. Σαν το πέταγμα της πεταλούδας. Θέλω να τους νιώθω γύρω μου. Δεν θέλω, δεν μου χρειάζεται η απομόνωση. Αν πάω στο σπίτι μου στο Πήλιο, όπου τρέχουν τα ρυάκια και λαλούν τα πουλάκια, και καθήσω μόνη μου να γράψω, δεν θα γράψω ποτέ. Ίσως επειδή έχω συνηθίσει με τις τόσες αλλαγές που έχουμε κάνει σε πόλεις, σε χώρες, να μένουμε σε περιορισμένα σπίτια κι εμένα ο χώρος εργασίας μου να είναι η κουζίνα, όπου μαγείρευα κιόλας, κι έχω μάθει να δουλεύω με θόρυβο. Στο Παρίσι έβγαινα κι έγραφα και σε καφενεία.     

- Μ.Β.: Πώς είναι η καθημερινότητα μιας συγγραφέως?     
- Α.Ζ.: Διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εγώ δουλεύω το πρωί και το βράδυ θέλω να βρεθώ με φίλους να πάμε στον κινηματογράφο, στο θέατρο. Άλλοι τον καιρό που γράφουν θέλουν να είναι απομονωμένοι και να μην συναναστρέφονται κανέναν. Είναι ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός. 

- Μ.Β.: Αυτό τον καιρό έχετε στα σκαριά κάποιο καινούργιο βιβλίο?     
- Α.Ζ.: Ετοιμάζω στο μυαλό μου κάτι. Σκοπεύω να πάω για λίγο καιρό στις Βρυξέλλες. Όταν θα πάω, θα αρχίσω. Από το ένα βιβλίο στο άλλο δεν κάνω λιγότερο από πέντε χρόνια. Θέλω να ξεαγαπήσω τους ήρωες μου. Την «Κωνσταντίνα» την είχα τόσο αγαπήσει, που δεν μπορούσα να την αποχωριστώ. Μάλιστα, πέρυσι το χειμώνα που πήγα σε αυτή τη μικρή πόλη της Γερμανίας, το Άαχεν, όπου έχω την «Κωνσταντίνα» να ζει, νόμιζα ότι την έβλεπα από ένα δρομάκι να έρχεται.         

- Μ.Β.: Κυρία Ζέη, σας ευχαριστώ πολύ. Ελπίζω να μας ξαναέρθετε.     
- Α.Ζ.: Κι εγώ. Θέλω να έρθω μια φορά στη Λευκάδα, και να έχω το χρόνο να τη δω.

   Μετά από τη γνωριμία μου με την κ. Ζέη, επέστρεψα στο σπίτι, όπου έσπευσα στην προσωπική μου βιβλιοθήκη. Εκεί, ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία, «Το καπλάνι της βιτρίνας» κατείχε περίοπτη θέση. Και αν και πάει καιρός από την εποχή που το πρωτοδιάβασα, είπα να το ξαναθυμηθώ!

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου