Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Παρεξηγήσεις...

   Τα φαινόμενα απατούν... Οι παρεξηγήσεις, όμως, καλά κρατούν... Αναφέρομαι σ' εκείνο το είδος των παρεξηγήσεων που γίνονται και εκδηλώνονται σιωπηρά. Δηλαδή, χωρίς να δώσει κάποιος το ελάχιστο δικαίωμα στον άλλο για να τον παρεξηγήσει. Να βάλει με το νου του κάτι κακό και επιλήψιμο. Και, όμως, ο άλλος παρεξηγείται. Έτσι! Από μόνος του. 
   Βέβαια, πολλές φορές, ειδικά στις μέρες μας, το χαμόγελο, η ευγένεια και μία γενικότερη χροιά χαράς στην προσέγγιση και τη θεώρηση των πραγμάτων, είναι φαινόμενα επιλήψιμα. Σαν να είναι υποχρεωτικό, για να πείσει κάποιος ως σοβαρός, να είναι κατηφής και σκυθρωπός.
    Ίσως, ο περισσότερος κόσμος, εξαιτίας της έλλειψης χρόνου και της σωρείας των ανησυχιών που τον βαραίνουν, να διευκολύνεται αποδίδοντας μία ταμπέλα σε κάποιον. Συνήθως, βαριά και με επικριτικό περιεχόμενο. Γιατί, κάπως έτσι εκτονώνονται οι άνθρωποι και νιώθουν καλύτερα με το δικό τους το πετσί. 
   Ας είναι. Ό,τι κάνει τον καθένα να νιώθει καλύτερα. Προσωπικά, θα πρότεινα να δίνουμε στο διπλανό μας λίγο χρόνο και χώρο να μας αποδείξει το ποιόν του. Ας μην σπεύδουμε σε επιπόλαια συμπεράσματα και χαρακτηρισμούς, που το πιο πιθανό είναι να μας γυρίσουν μπούμερανγκ.
   Εν ολίγοις, ας είμαστε καλοπροαίρετοι. Ο χρόνος όλα τα κρίνει. Το ψεύτικο το ξερνά, το αληθινό το τιμά. Κι επιπλέον, οι παρεξηγήσεις κάθε λογής, μαυρίζουν την καρδιά. Είμαστε τώρα για καρδιοπάθειες??? Που δεν θα είναι κι απ' τις πολλές συμπάθειες...

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

Βασίλης Θερμός: Κάνοντας τον Απολογισμό του φετινού, πολιτιστικού καλοκαιριού - Μέρος Ά

   Με την Τελετή Λήξης του 48ου Διεθνούς Φεστιβάλ Φολκλόρ, έπεσε η αυλαία για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του φετινού καλοκαιριού. Ο «Αρχιτέκτονας» τους- όπως ορθότατα τον αποκάλεσε ο Δήμαρχος Λευκάδας- και Αντιπρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου, κ. Βασίλης Θερμός, μέσω της ομιλίας του κατά την Τελετή Λήξης, κέντρισε το ενδιαφέρον όλων μας, αναφερόμενος στα καλώς και τα κακώς κείμενα, και κάνοντας έναν μικρό απολογισμό για το σύνολο των εκδηλώσεων. Επιπλέον, αξιοποίησε την ευκαιρία για να αναφερθεί στις ιδέες του και το όραμά του για τα πολιτιστικά πράγματα στη Λευκάδα, απευθυνόμενος τόσο στους Λευκαδίτες και τις Λευκαδίτισσες, όσο και στους επερχόμενους καλλικρατικούς άρχοντες, τους οποίους κάλεσε να δεσμευθούν για τη διαφύλαξη των μακροχρόνιων πολιτιστικών θεσμών του νησιού.
   Με τη σειρά μου, επεδίωξα να συναντήσω τον κ. Θερμό, ώστε να μάθουμε αναλυτικά, με περισσότερες λεπτομέρειες, τι ακριβώς έγινε το καλοκαίρι του 2010 στη Λευκάδα, τι πρόκειται να γίνει σε σχέση με κάποια θέματα που άπτονται του πολιτισμού και παραμένουν εκκρεμή, και ποιες είναι οι απόψεις του κ. Θερμού, ως ευαισθητοποιημένου πολίτη της Λευκάδας, όσον αφορά σε θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας.    

- Μ.Β.: Κύριε Θερμέ, καλησπέρα. Ένα ακόμη καλοκαίρι για τις Γιορτές Λόγου και Τέχνης και το Διεθνές Φολκλορικό Φεστιβάλ Λευκάδας, έφτασε στο τέλος του. Δύο θεσμοί με μεγάλη ιστορία κι εσείς ένας εκ των πρωτεργατών τους. Πείτε μας λίγα λόγια σχετικά.
- Β.Θ.: Κατά βάση, οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης ξεκίνησαν από το Μουσικοφιλολογικό Όμιλο «Ορφεύς», το 1952. Το αντικείμενο τους ήταν κυριολεκτικά ο Λόγος και η Τέχνη. Έχω, μάλιστα, και αντίγραφο του προγράμματος που είχαν εκδώσει τότε. Είχαν προγραμματίσει, συγκεκριμένα, να παιχθεί το θεατρικό έργο του Βαλαωρίτη ο «Φωτεινός», σε θεατρική διασκευή του Νίκου του Κατηφόρη, το οποίο θα ερχόταν να το ανεβάσει το Εθνικό Θέατρο. Εξαιτίας, όμως, των αριστερών φρονημάτων του Κατηφόρη, οι τότε αρχές του τόπου δεν επέτρεψαν να γίνουν οι εκδηλώσεις, προς αποφυγή πιθανών παρεξηγήσεων. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, είχε παραιτηθεί τότε σύσσωμο το Διοικητικό Συμβούλιο του «Ορφέα». Το 1953 έγιναν πάλι κάποια δειλά βήματα, τα οποία, όμως, δεν προχώρησαν. Με το σεισμό περιπλέχθηκε η κατάσταση και τελικά οι γιορτές πρωτοέγιναν το 1955. Γι΄ αυτό, φέτος, είχαμε την επέτειο των πενήντα πέντε χρόνων των Γιορτών Λόγου και Τέχνης. Όσον αφορά στο Φεστιβάλ Φολκλόρ, ξεκίνησε το 1962 με τη συμμετοχή τριών συγκροτημάτων. Ήταν ένα συγκρότημα από τη Σερβία, ο «Ορφέας» Λευκάδος και ένα χορευτικό από την Καλαβρία της Ιταλίας. Προσωπικά, ήρθα στη Λευκάδα το 1963, οπότε και διορίστηκα. Από τη δεύτερη χρονιά, λοιπόν, ήμουν εκεί. Τον πρώτο χρόνο ως παρατηρητής, το δεύτερο χρόνο ως χορευτής- γιατί συμμετείχα στο χορευτικό του «Ορφέα»-, και όλα τα χρόνια, από τότε έως σήμερα, συμμετέχω ανελλιπώς στο Φεστιβάλ. Τα πρώτα χρόνια, δεν είχα κάποια θέση στην οργανωτική επιτροπή, αλλά συμμετείχα με διάφορους άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, καθάριζα την πλατεία, βοηθούσαμε τα συνεργεία, τους χορευτές, τους συνοδούς τους και ό,τι άλλο προέκυπτε. Επίσημα, άρχισα να εργάζομαι και να συμμετέχω στην οργανωτική επιτροπή των Γιορτών Λόγου και Τέχνης και του Φεστιβάλ Φολκλόρ, από την ίδρυση του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας, που πραγματοποιήθηκε το 1978 και πρωτολειτούργησε την 1η Ιανουαρίου του 1979. Από τότε, λοιπόν, και χωρίς διακοπή, είμαι στο Συμβούλιο του Πνευματικού Κέντρου. Από την πρώτη Γενάρη του 1979 μέχρι και σήμερα που μιλάμε.       

- Μ.Β.: Ποια είναι η γεύση που σας άφησαν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του φετινού καλοκαιριού, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια?
- Β.Θ.: Πιστεύω ότι το επίπεδο των φετινών εκδηλώσεων ήταν πολύ καλό. Σε σχέση με το Φολκλορικό Φεστιβάλ, θεωρώ ότι ήταν ακριβώς όπως έπρεπε. Δεν υπήρξε πληθώρα συγκροτημάτων και δεν έγιναν υπερβολές. Τα χορευτικά που συμμετείχαν ήταν δεκατρία στον αριθμό και ήταν όλα τους προσεγμένα και πολύ καλά. Στο σημείο αυτό, θέλω να πω ότι πολλές φορές το τελικό αποτέλεσμα επηρεάζεται και από τις γενικότερες, τρέχουσες συγκυρίες.

- Μ.Β.: Τι εννοείτε?
- Β.Θ.: Φέτος, συνέβησαν πολλά. Ακυρώθηκαν πολλά Φεστιβάλ σε όλον τον κόσμο. Τα μεγάλα συγκροτήματα, τα υπερπόντια, όπως είναι η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Χιλή και η Κούβα, για να έρθουν στην Ελλάδα, έπρεπε νωρίτερα να έχουν εξασφαλίσει και συμφωνήσει μία περιοδεία σε όλη την Ευρώπη. Συνδύαζαν, δηλαδή, την εμφάνιση τους στο δικό μας Φεστιβάλ, με τη συμμετοχή τους και σε άλλα Φεστιβάλ ανά την Ευρώπη. Κι αυτό, γιατί τα έξοδα τους, τα μεταφορικά και άλλα, είναι μεγάλα. Οπότε, δεν μπορούν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο και πολυέξοδο ταξίδι, μόνο για να εμφανισθούν εδώ στη Λευκάδα. 

- Μ.Β.: Ποιος ήταν ο λόγος που ακυρώθηκαν όλα αυτά τα Φεστιβάλ?
- Β.Θ.: Ο λόγος ήταν ένας και μοναδικός: η γενικευμένη οικονομική κρίση.

- Μ.Β.: Κόντρα, λοιπόν, στην παγκόσμια οικονομική κρίση, εμείς οι Λευκαδίτες, αντισταθήκαμε.
- Β.Θ.:  Υπήρχε η πιθανότητα να μην πραγματοποιηθεί και το δικό μας Φεστιβάλ, όπως δεν έγινε του Αγρινίου, του Αιγίου και τόσα άλλα, που τα τελευταία χρόνια καταβάλλουν προσπάθειες να καθιερώσουν παρόμοιους πολιτιστικούς θεσμούς. Βέβαια, αυτές οι εκδηλώσεις δεν συγκρίνονται με το δικό μας το Φεστιβάλ Φολκλόρ. Απλά, καλούνται Φεστιβάλ. Για να καταλάβετε, το συγκρότημα του Μεξικού είχε κανονίσει να εμφανιστεί στο Φεστιβάλ του Αιγίου, κι έπειτα να έρθει στη Λευκάδα. Ύστερα, όμως, από την αναπάντεχη ακύρωσή του Φεστιβάλ στο Αίγιο, αναγκαστήκαμε να τους φιλοξενήσουμε μία εβδομάδα παραπάνω.    

- Μ.Β.: Και πώς, τελικά, τα καταφέραμε και εξελίχθηκαν όλα ομαλά?
- Β.Θ.: Η απόφαση για να γίνει το Φεστιβάλ πάρθηκε ομόφωνα. Αρχικά, διατυπώθηκαν ορισμένες αντιρρήσεις από το Διοικητικό Συμβούλιο του Πνευματικού Κέντρου. Τελικά, όμως, επικράτησε η άποψη να γίνει το Φεστιβάλ, η οποία είχε την απόλυτη στήριξή μου. Κι αυτό, γιατί έχουμε ξεκινήσει ήδη κάποιες προετοιμασίες για την επέτειο των πενήντα χρόνων του Διεθνούς Φεστιβάλ Φολκλόρ, που θα πραγματοποιηθεί το 2012. Έχουμε ήδη προβεί σε σχετικές ανακοινώσεις και έχουμε δεσμευθεί με διάφορους φορείς που θέλουμε να παραστούν, όπως είναι οι σύνεδροι που θα συμμετάσχουν στο διεθνές συνέδριο «Το παρόν και το μέλλον του Φολκλόρ», οι Διευθυντές άλλων Φεστιβάλ διεθνούς επιπέδου, ορισμένα χορευτικά συγκροτήματα που έχουμε επιλέξει να παρουσιασθούν- συγκεκριμένα τα είκοσι καλύτερα που έχουν εμφανιστεί έως τώρα στη Λευκάδα. Αν, λοιπόν, δεν γινόταν το Φεστιβάλ φέτος, θα άλλαζαν και οι ημερομηνίες εορτασμού των πενήντα χρόνων. Θα έπρεπε να εορταστούν το 2013 τα πενηντάχρονα. Επιπλέον, είχε τεθεί θέμα να μην γίνουν και οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης. Γενικά, να μην γίνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις.    

- Μ.Β.: Η Λευκάδα, δηλαδή, θα παρουσίαζε μία τελείως διαφορετική εικόνα. Άοσμη και άχρωμη πολιτιστικά. Θα ήταν μία άλλη Λευκάδα.
- Β.Θ.: Οπωσδήποτε. Γιατί όλοι- ακόμα κι αυτοί που φωνάζουν και διαμαρτύρονται- περιμένουν να δουν τα πολιτιστικά δρώμενα κάθε καλοκαίρι. Ακόμα και σ’ αυτούς θα στοίχιζε, αν δεν γινόταν. Πρότεινα, λοιπόν, το εξής: να μην κάνουμε έξοδα, να μην πληρώσουμε ούτε ένα ευρώ σε αμοιβές τραγουδιστών ή άλλων συντελεστών. Να καλέσουμε μόνο όσους δέχονταν να παρουσιασθούν και να αμειφθούν αποκλειστικά και μόνο από τις εισπράξεις που θα έκαναν. Γιατί, αν δεν γινόταν οι εκδηλώσεις, η τοπική αγορά θα δεχόταν μεγάλο πλήγμα. Όσα χρήματα δαπανήθηκαν για τη διοργάνωση των πολιτιστικών δρώμενων, όλα κατέληξαν στην αγορά της Λευκάδας και τους ανθρώπους της. Με αυτό το σκεπτικό, δεν μπορούσε να αρνηθεί κανείς. Για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, οι εκδηλώσεις έπρεπε να γίνουν απαραιτήτως. Έτσι, πιστεύω ότι τονώθηκε αρκετά η αγορά της Λευκάδας.      

- Μ.Β.: Εσείς που παρακολουθήσατε όλες τις εκδηλώσεις καλωσορίζοντας όλους εμάς, πώς θα χαρακτηρίζατε την προσέλευση του κόσμου?
- Β.Θ.: Αρχικά, ένεκα της οικονομικής κρίσης, δεν ξέραμε σε τι επίπεδα θα κινούνταν φέτος ο τουρισμός. Η Λευκάδα, όμως, είχε τελικά πολύ κόσμο. Και το ευτυχές ήταν ότι παρακολούθησε τα πολιτιστικά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χρονιά. Ίσως, ο κόσμος να ήθελε να αποφορτιστεί από τα καθημερινά του προβλήματα και τις έγνοιες βρίσκοντας διέξοδο στον πολιτισμό. 

- Μ.Β.: Οι τιμές των εισιτηρίων, γενικά, σε τι επίπεδα κινήθηκαν?
- Β.Θ.: Οι τιμές των εισιτηρίων ήταν χαμηλές, γιατί θέλαμε να έρθουν όσο το δυνατόν περισσότεροι θεατές. Να ψυχαγωγηθούν, να διασκεδάσουν, να χαρούν. Θα λέγαμε ότι το αντίτιμο ήταν συμβολικό, ώστε να αποδοθεί και ο απαραίτητος σεβασμός στα διάφορα θεάματα, τις παραστάσεις και τους συντελεστές τους. Βάσει, λοιπόν, αυτών των συνθηκών πραγματοποιήθηκαν φέτος οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης και το Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ, στο Κηποθέατρο «Άγγελος Σικελιανός» και το υπαίθριο Θέατρο Λευκάδας. Στο Κηποθέατρο φιλοξενήθηκαν και πολλές παραστάσεις σχολών και συλλόγων. Τα έξοδα των παραστάσεων αυτών, ως προς το φως και τον ήχο, καλύφθηκαν από το Πνευματικό Κέντρο. Γιατί, ακόμα κι αυτές οι παραστάσεις θα δημιουργούσαν μία γενικότερη κίνηση, με οφέλη οικονομικά για την αγορά.     

- Μ.Β.: Πάντως, πέρα από την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, να υπογραμμίσουμε και τη σημαντική, θετική επιρροή που ασκεί ο πολιτισμός στον ψυχισμό των ανθρώπων, όπως προείπατε. Και είναι, σαφέστατα, προτιμότερο κάποιος να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο του παρακολουθώντας μία θεατρική παράσταση, από το να κάτσει με τις ώρες σε μία καφετέρια. Όλα χρειάζονται, βέβαια. Στις σωστές τους δόσεις, όμως.
- Β.Θ.: Ο κόσμος, μέσω του πολιτισμού, ξεχνιέται και ξεφεύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητάς του. Η ιστορία έχει δείξει ότι τα μεγαλύτερα και πιο επιτυχημένα Φεστιβάλ παγκοσμίως, πραγματοποιήθηκαν σε δύσκολες εποχές. Σε περιόδους κρίσεων. Είναι επιβεβλημένο, σε τέτοιες εποχές, να υπάρχουν αυτοί οι πολιτιστικοί θεσμοί και να προωθούνται.   

- Μ.Β.: Στην ομιλία σας, κατά την Τελετή Λήξης, αναφερθήκατε στην επιτυχημένη συνεργασία που πραγματοποιήθηκε με το «Χαμόγελο του Παιδιού», έναν Οργανισμό που δίνει το δικό του, μεγάλο αγώνα για την προστασία και τα δικαιώματα των παιδιών που βρίσκονται σε ανάγκη. Τι είδους συνεργασία ήταν αυτή?
- Β.Θ.: Ήταν μία ιδιαίτερα σημαντική συνεργασία. Τους παραχωρήσαμε χώρο στην κεντρική Πλατεία της Λευκάδας, δίπλα ακριβώς από το κιόσκι που πωλούνταν τα εισιτήρια για τις εκδηλώσεις, προκειμένου να πουλήσουν κάποια είδη, όπως τετράδια, μολύβια και άλλα, προς ενίσχυση του ταμείου και των σκοπών του Οργανισμού. Πρέπει να επισημάνω ότι το όλο εγχείρημα στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία. Εδώ, στη Λευκάδα, έκαναν ρεκόρ εισπράξεων! Και είναι πολύ πιθανό να υπάρξει και μελλοντική συνεργασία με το «Χαμόγελο του Παιδιού».   

   Η συνέντευξη με τον Αντιπρόεδρο του Πνευματικού Κέντρου Λευκάδας, κ. Βασίλη Θερμό, θα ολοκληρωθεί στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας, που θα δημοσιευθεί την 1η Οκτωβρίου. Στο δεύτερο μέρος, ο κ. Θερμός, μας ενημερώνει με λεπτομέρειες για την πραγματοποίηση της Τελετής Αδελφοποίησης της Λευκάδας με την Οδησσό, την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας και σημαντικό λιμάνι στον Εύξεινο Πόντο. Γεγονός εξαιρετικής σημασίας και σπουδαιότητας, καθότι η Οδησσός είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του ελληνισμού, αφού εκεί συστάθηκε η Φιλική Εταιρεία. Αυτά και άλλα πολλά, ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και σημαντικά, την 1η του Οκτώβρη.
 
Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com  

Ο Εθελοντισμός μας φέρνει πιο κοντά!

Οι Παριζιάνες Εθελόντριες
   Λίγο πριν επιστρέψουν στην πατρίδα τους, το Παρίσι, συνάντησα τις νεαρές εθελόντριες Camille Touboul και Ophelie Sigg, της Πολιτιστικής Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Νέων «Μονοπάτια Αλληλεγγύης». Mετά από περίπου ένα χρόνο παραμονής στη Λευκάδα, όπου πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στα πλαίσια του προγράμματος των «Μονοπατιών Αλληλεγγύης», γνωρίζοντας παράλληλα τον τρόπο ζωής και τους ανθρώπους του νησιού, θέλησαν να μοιραστούν με όλους εμάς τις εντυπώσεις τους.
  
- Μ.Β.: Bonjour, Camille. Ποιος ήταν ο λόγος που σε έφερε στη Λευκάδα και με τι ακριβώς ασχολήθηκες κατά την παραμονή σου στο νησί? 
- C.T.: Στα πλαίσια του εθελοντικού προγράμματος που συμμετείχα, έμεινα στη Λευκάδα περίπου οκτώ μήνες. Ασχολήθηκα με την καθημερινή φροντίδα των ηλικιωμένων που φιλοξενούνται στο Γηροκομείο Λευκάδας. Βοηθούσα στην καθαριότητα, το μαγείρεμα, τους ίδιους τους ηλικιωμένους να τραφούν και γενικά πρόσφερα τη βοήθεια μου όπου χρειαζόταν. Παράλληλα, ήμουν υπεύθυνη για τη διασκέδασή τους, μέσω της οργάνωσης διάφορων ψυχαγωγικών προγραμμάτων, όπως ήταν η προβολή ταινιών, η οργάνωση γιορτών, η δημιουργία κατασκευών και μικροαντικειμένων που δωρίζονταν στη συνέχεια στους ηλικιωμένους. Και όλα αυτά με σκοπό να τους κάνουμε να χαρούν. Να δούμε το χαμόγελο στα χείλη τους.  

- Μ.Β.: Δηλαδή, εργαζόσουν πολλές ώρες.
- C.T.: Ήταν αναγκαίο, γιατί σε τριάντα πέντε άτομα αντιστοιχούσε μόνο μία νοσοκόμα. Βοηθούσα, λοιπόν, το μόνιμο προσωπικό του Γηροκομείου όπου μπορούσα, προκειμένου να φροντίσουμε τους ηλικιωμένους όσο το δυνατόν καλύτερα. Περιποιούμασταν και τον κήπο κι επιπλέον μία εβδομάδα βάψαμε κάποιους χώρους στο κτήριο, ώστε να τους ετοιμάσουμε για τη μεγάλη γιορτή που οργανώσαμε.    

- Μ.Β.: Τι είδους γιορτή ήταν αυτή?
- C.T.: Επειδή πολλοί ηλικιωμένοι δεν έχουν επισκέπτες, δεν έρχονται οι δικοί τους να τους δουν, σκεφτήκαμε να οργανώσουμε μια γιορτή και να καλέσουμε τους πολίτες της Λευκάδας, τους ντόπιους, να έρθουν στο Γηροκομείο.

- Μ.Β.: Υπήρξε ανταπόκριση?
- C.T.: Βέβαια! Κάναμε ένα μεγάλο πάρτι, όπου παρευρέθηκε και ο Δεσπότης Λευκάδας. Είχαμε φαγητό για όλους, έγινε προβολή ταινίας, χορέψαμε παραδοσιακούς χορούς, ακούσαμε παραδοσιακά τραγούδια. Είχε μεγάλη επιτυχία! 

- Μ.Β.: Τι συναισθήματα και εντυπώσεις σου άφησε η εμπειρία αυτή του εθελοντισμού?
- C.T.: Νιώθω ότι με ωρίμασε. Αισθάνομαι πιο ανεξάρτητη, γιατί έφυγα από την πατρίδα μου, από τους γονείς μου, έμαθα να διαχειρίζομαι τα χρήματα μου και γενικότερα τον ίδιο μου τον εαυτό.

- Μ.Β.: Πώς πήρες την απόφαση να ταξιδέψεις σε μία άλλη χώρα και να παραμείνεις σε αυτήν προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες σου? Και με ποιον τρόπο προσανατολίστηκες και μπόρεσες να ενταχθείς στο συγκεκριμένο πρόγραμμα εθελοντισμού?
- C.T.: Πριν έρθω στην Ελλάδα, σκεπτόμουν ότι ήθελα να κάνω ένα διάλειμμα από τα συνηθισμένα. Να ταξιδέψω σε μία άλλη χώρα, να μάθω μία ξένη γλώσσα. Και είπα: ή τώρα ή ποτέ! Στη Γαλλία υπάρχει ένα κέντρο που βοηθάει τους νέους ανθρώπους να βρουν τον προσανατολισμό τους. Όταν κάποιος αισθάνεται μπερδεμένος και δεν ξέρει τι θέλει να κάνει και με τι να ασχοληθεί, απαντούν σε όλες τις ερωτήσεις του. Μου μίλησαν, λοιπόν, για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εθελοντισμού «EVS», και η όλη ιδέα πραγματικά με ενθουσίασε. Έπειτα, συμμετείχα σε κάποιες συναντήσεις ενημερωτικές κι έτσι αποφάσισα να ενταχθώ στα εθελοντικά αυτά προγράμματα. Είναι πολύ σημαντικό οι νέοι να ενημερωθούν και να ενθαρρυνθούν να ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο εθελοντισμός είναι εξαιρετική εμπειρία! Μία αξέχαστη περιπέτεια!    

   Αυτά μας είπε η mademoiselle Camille Touboul. Στη συνέχεια, μας περιέγραψε την εμπειρία της ως εθελόντρια στη Λευκάδα και η mademoiselle Ophelie Sigg.

- Μ.Β.: Salut, Ophelie. Ήρθες στη Λευκάδα ως εθελόντρια. Εργάσθηκες κι εσύ στο Γηροκομείο μαζί με την Camille?
- O.S.: Εργαστήκαμε στο ίδιο πρόγραμμα εθελοντισμού με την Camille, αλλά ασχοληθήκαμε με διαφορετικά αντικείμενα. Η δική μου αρμοδιότητα ήταν να δημιουργήσω μία ιστοσελίδα στο ίντερνετ που να περιλαμβάνει τις εμπειρίες των νέων που εργάστηκαν στο πρόγραμμα, με σκοπό να προωθήσω την επικοινωνία ανάμεσα στους νέους ανά την Ευρώπη και να διαδώσω το νόημα του εθελοντισμού. Σε αυτήν την ιστοσελίδα, μπορεί κάποιος να ακούσει τις συνεντεύξεις των νέων που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους εθελοντικά.   

- Μ.Β.: Ποια είναι η διεύθυνση της αναφερόμενης ιστοσελίδας?
- O.S.: Αν πληκτρολογήσεις την ιστοσελίδα της οργάνωσης, στην αρχική σελίδα που εμφανίζεται, υπάρχει και η αντίστοιχη παραπομπή. 

- Μ.Β.: Πώς θα περιέγραφες την εμπειρία σου ως εθελόντρια? 
- O.S.: Ήταν μία εμπειρία καταπληκτική! Ένας νέος άνθρωπος πρέπει απαραιτήτως να συμμετέχει σε τέτοια προγράμματα. Πέρα από τη βοήθεια που προσφέρει, έχει τη δυνατότητα να αναλάβει εργασίες, μέσω των οποίων εκπαιδεύεται και μαθαίνει πολλά. Αισθάνεται δημιουργικός και χρήσιμος.   

- Μ.Β.: Ποια είναι τα δικά σου συναισθήματα, τώρα που ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα? 
- O.S.: Αισθάνομαι πολύ υπερήφανη για τον εαυτό μου! Αρχικά, μου ανατέθηκε ένα αντικείμενο που δεν το γνώριζα, και τελικά κατάφερα να το φέρω εις πέρας.   

- Μ.Β.: Παρίσι – Λευκάδα. Ποιες οι διαφορές τους?
- O.S.: Πολλές! Ο τρόπος ζωής διαφέρει πολύ. Στη Λευκάδα είναι όλα ήρεμα. Στο Παρίσι, οι άνθρωποι είναι διαρκώς αγχωμένοι. Δεν βρίσκουν χρόνο να πιουν ούτε ένα καφέ. Δεν το καταφέρνουμε ποτέ αυτό. Στη Λευκάδα, μου αρέσει ιδιαίτερα ο Χειμώνας. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικές. Εδώ, ο ένας γνωρίζει τον άλλο. Όταν συναντιούνται στο δρόμο θα χαιρετηθούν. Σε μία μεγαλούπολη, όπως είναι το Παρίσι, αυτό δεν ισχύει. Κι επιπλέον- και πιο σημαντικό απ’ όλα- έχετε θάλασσα και ήλιο!     

- Μ.Β.: Όπου να’ ναι, θα επιστρέψεις στην πατρίδα σου. Σκέφτεσαι να ξαναεπισκεφθείς τη Λευκάδα?
- O.S.: Σίγουρα θα επιστρέψω στη Λευκάδα. Θα ήθελα πολύ να μείνω εδώ μόνιμα!

   Ενθουσιασμένες δήλωσαν και οι δύο εθελόντριες για την εμπειρία τους αυτή. Φαίνεται ότι ο εθελοντισμός, πέρα από την προσφορά του αυτή καθεαυτή, διαπλάθει χαρακτήρες και χτίζει προσωπικότητες.
   Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι στη Γαλλία υπάρχουν κέντρα όπου μπορεί να απευθυνθεί ένας νέος, σαστισμένος και προβληματισμένος σε σχέση με το μέλλον του- που είναι και το λογικό-, και να λάβει μία σχετική βοήθεια. Στην Ελλάδα, το θέμα του επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων παραμένει, ακόμα, προβληματικό. Ένα είναι το παντοτινό δίλημμα των νέων στην πατρίδα μας: γιατρός ή δικηγόρος? Ας επιλέξουμε, επιτέλους, κάτι πιο πρωτότυπο. Γιατί τα απάτητα, και γι’ αυτό δύσβατα μονοπάτια, είναι τα μόνα που καταλήγουν σε παραδεισένια ξέφωτα. 

   Ευχαριστώ πολύ την καθηγήτρια και ιδιοκτήτρια του Κέντρου Γαλλικής Γλώσσας κ. Κλεοπάτρα Σαββανή, για την πολύτιμη βοήθεια της κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης.

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

4ος Γύρος Λίμνης Ιωαννίνων: Με συμμετοχή και από τη Λευκάδα!


   Την Κυριακή, στις δεκαεννέα Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε ο τέταρτος Γύρος της Λίμνης Παμβώτιδας, στα Ιωάννινα, συνολικής αποστάσεως τριάντα χιλιομέτρων. Οι δρομείς και οι περιπατητές που συμμετείχαν, ξεπέρασαν τα χίλια άτομα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήρθαν στα Ιωάννινα από διάφορα μέρη της Ελλάδας, μόνο και μόνο για να δώσουν το «παρών» στη γιορτή αυτή του αθλητισμού. Με συνθήματα όπως «Ρυθμός Ζωής» και «Τρέχουμε για τη Λίμνη, Τρέχουμε για το Περιβάλλον», η διοργάνωση υποστήριξε την αγάπη για τη ζωή και την άθληση, καθώς και την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Ειδικά η συγκεκριμένη διαδρομή που ακολούθησαν οι αθλητές, είναι ξεχωριστής ομορφιάς και φυσικού κάλλους. Να χαίρεσαι να την τρέχεις και να την περπατάς!
   Φτάνοντας στην πλατεία Μαβίλη, στο Μώλο, στάθηκα κοντά στη γραμμή του τερματισμού. Εκεί, όπου η προσπάθεια των αθλητών κορυφωνόταν. Άλλοι τερμάτιζαν δυναμικά, ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις και τους χρόνους τους, άλλοι με εμφανή τα σημάδια της κούρασης, αλλά υπερήφανοι για τη συμμετοχή τους. Όλοι, πάντως, έδειχναν πολύ χαρούμενοι. Και το θέαμα, οφείλω να πω, ότι ήταν αρκετά συγκινητικό. Ιδιαίτερα, σε κάποιες περιπτώσεις όπου οι πατεράδες- λίγο πριν τερματίσουν- έπαιρναν τα παιδιά τους από το χέρι και πέρναγαν μαζί τη γραμμή του τερματισμού, ή στην περίπτωση ενός 77χρονου αθλητή που νίκησε τα τριάντα χιλιόμετρα, τερματίζοντας ολόχαρος κι ακμαίος.
   Η χαρά μου ήταν μεγάλη, όταν διαπίστωσα ότι υπήρχε συμμετοχή και από τη Λευκάδα. Αφού τερμάτισαν και ξεκουράστηκαν λιγάκι, τους αποθανάτισα. Από αριστερά διακρίνονται οι: Γιάννης Κατωπόδης, Ντίνος Σπηλιόπουλος, Μιχάλης Κονιδάρης, Γιάννης Κατωπόδης, Μαρίνος Γαζής, Άγγελος Βουκελάτος. Μάλιστα, ο κ. Βουκελάτος κατέλαβε την πρώτη θέση στην κατηγορία του, οπότε περίμενε την ώρα της απονομής για να παραλάβει το χρυσό μετάλλιο που κέρδισε επάξια!
   Μπράβο σε όλους τους! Που έχουν επιλέξει το συγκεκριμένο τρόπο ζωής, της υγείας και της άθλησης, που δεν χάνουν λεπτό το κουράγιο τους και – βρέξει, χιονίσει- επιμένουν στο σκοπό τους. 
 
Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com       

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Ιπτάμενα Παπούτσια

   Ιπτάμενα παπούτσια οργής κι απογοήτευσης. Το Σάββατο το πρωί, κατά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (Δ.Ε.Θ.), ο κ. Στέργιος Πραπαβέσης, ιατρός ακτινολόγος-ραδιολόγος και συντονιστής της οργάνωσης "Πατριωτικό Μέτωπο" στη Θεσσαλονίκη, πέταξε το παπούτσι του- συγκεκριμένα το παλιό- έχοντας ως στόχο τον Πρωθυπουργό. Τελικά, η πορεία του παπουτσιού ανακόπηκε προσκρούοντας σε έναν από τους άντρες της εμπροσθοφυλακής του κ. Παπανδρέου.
    Η εν λόγω οργάνωση είχε αποστείλει, δια της ιστοσελίδας της, κάλεσμα προς όλους τους ενοίκους των πολυκατοικιών που βρίσκονται στις λεωφόρους Βασιλίσσης Όλγας και Εγνατίας στη Θεσσαλονίκη, να υποδεχθούν τον Πρωθυπουργό πετώντας του, από τα μπαλκόνια τους, τα παλιά τους τα παπούτσια. Το νόημα της κίνησης αυτής ήταν να διαμηνύσουν στον κ. Παπανδρέου ότι είναι ανεπιθύμητος- Persona Non Grata- στην πόλη τους, εξαιτίας των ψευδών πολιτικών του λόγων και των επιζήμιων χειρισμών του όσον αφορά σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα.
   Τελικά, η πρωθυπουργική πομπή- από το Αεροδρόμιο στη Δ.Ε.Θ.- άλλαξε διαδρομή, η μαζική αντίδραση αποφεύχθηκε, το χέρι, όμως, του συντονιστή της οργάνωσης παρέμεινε οπλισμένο. Με ένα παπούτσι παλιό, ως εκφραστή της γενικότερης δυσαρέσκειας κι απόγνωσης του ελληνικού λαού.
   Είναι, πλέον, γεγονός. Τα προγνωστικά σε σχέση με τα ποσοστά της ανεργίας και τον αριθμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα βάλουν λουκέτο, έχουν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά. Να μας χτυπούν την πόρτα. Πριν κάποιες μέρες, είπα να καλησπερίσω μία φίλη περνώντας από το εμπορικό κατάστημα που διατηρεί εδώ και πέντε χρόνια. Μετά τις πρώτες καθιερωμένες κουβέντες, μου εξομολογήθηκε ότι σκέφτεται σοβαρά να εγκαταλείψει την επιχειρηματική της προσπάθεια. Τα έσοδα μειωμένα κατά πολύ, οι υποχρεώσεις αυξημένες, ο ανταγωνισμός μεγάλος. Το άγχος ακόμη μεγαλύτερο, η ψυχολογία βαριά. Αντί να ξυπνάς το πρωί να πας με χαρά για δουλειά, νιώθεις ότι κάποιος, κάπως, σου περνά μια θηλιά στο λαιμό. Κι άντε μετά, να βρεις κουράγιο ν' αντιμετωπίσεις ό,τι άλλο. Σχέσεις διαπροσωπικές, ανατροφή παιδιών, καθημερινότητα. Κάπως έτσι μου τα περιέγραψε.
   Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει προκειμένου να αναστραφεί το κλίμα αυτό της απελπισίας, του θυμού, της απαισιοδοξίας. Τα πρώτα που μου έρχονται στο νου: υπομονή, οικονομία, επιστροφή σε παλιές, καλές αξίες, γενικότερο και ειδικότερο συμμάζεμα. Εφ' όλης της ύλης. Και θα διαφωνήσω με το "Πατριωτικό Μέτωπο". Δεν είναι εποχές να πετάμε τα παλιά μας τα παπούτσια. Είναι εποχές να θυμηθούμε τον τσαγκάρη της γειτονιάς μας και να του εμπιστευθούμε τα παλιά μας υποδήματα. Να τα βάψει, να τα μαντάρει, να τα ανανεώσει. Για να μην μείνουμε ξυπόλητοι... Σαν τον Καραγκιόζη...

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

Άρης Βεζενές: Από τη Νέα Υόρκη, στο Μεγανήσι… Μαγειρεύοντας!!! - Μέρος Β’

Καρυκεύοντας μια μπριζόλα
   Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιεύτηκε το πρώτο μέρος της συνέντευξης του κ. Άρη Βεζενέ, σεφ και ιδιοκτήτη εστιατορίου στο Μεγανήσι. Ο κ. Βεζενές μοιράστηκε μαζί μας την προσωπική επαγγελματική του πορεία με σταθμούς σημαντικούς όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο, το εστιατόριο «Milos» του αθηναϊκού «Hilton», η επιτροπή «San Pellegrino» των πενήντα καλύτερων εστιατορίων παγκοσμίως, μέχρι να φτάσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Μεγανήσι, όπου άνοιξε το δικό του εστιατόριο. Κίνηση προφητική, μιας και το Μεγανήσι φέτος μονοπώλησε το ενδιαφέρον ως ο τουριστικός προορισμός διεθνών κι εγχώριων διασημοτήτων. Η πλειοψηφία τους, αν όχι όλοι, δείπνησαν στο εστιατόριο του κ. Βεζενέ. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της συνέντευξης.
   
- Μ.Β.: Ποιες είναι οι δυσκολίες που προκύπτουν από τη λειτουργία ενός εστιατορίου στο Μεγανήσι?  
- Α.Β.: Ένα καλό, μα  ταυτόχρονα και κακό σημείο του Μεγανησίου είναι η δύσκολη πρόσβαση του. Είναι καλό, γιατί εμποδίζει ένα είδος τουρισμού που επωφελείται της οδικής πρόσβασης και μολύνει τον τόπο μας- και αυτά τα πληρώνει η Λευκάδα-, από την άλλη, όμως, είναι πολύ δύσκολά τα πράγματα από την άποψη της μεταφοράς και της αποθήκευσης των υλικών. Για παράδειγμα, η μεταφορά ενός δέματος από τη Λευκάδα στο Μεγανήσι μου κοστίζει πιο πολύ από ότι η αντίστοιχη μεταφορά από την  Αθήνα στη Λευκάδα. Αυτό πιστεύω ότι τα εξηγεί όλα. Τα κοστολόγια των μεταφορέων είναι λιγάκι αυθαίρετα και τυχαία. Είχα εκμισθώσει κάποιον για να μου μεταφέρει μία παλέτα από τη Λευκάδα και μου ζήτησε διακόσια ευρώ, όταν για τη μεταφορά μιας παλέτας από την Ανκόνα της Ιταλίας στη Λευκάδα μου ζήτησαν διακόσια είκοσι ευρώ. Αυτό συνεπάγεται αύξηση στα λειτουργικά κόστη του μαγαζιού. Και από την άλλη μεριά, σπεύδουν να μας κατηγορήσουν ότι το μαγαζί είναι ακριβό. Ναι, μπορεί να είναι ακριβό σε σύγκριση με ένα παραδοσιακό ουζερί, μία απλή ταβέρνα, αλλά σίγουρα εξασφαλίζει καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής σε σχέση με ένα εστιατόριο που σερβίρει τις ίδιες πρώτες ύλες, κατά τριάντα και σαράντα ευρώ ακριβότερα. Προσπαθώ να απορροφώ πολλά από αυτά τα κόστη και να μην τα μεταφέρω στον πελάτη. Όταν, όμως, σερβίρω ένα κρέας το οποίο έρχεται από την Ισπανία- με πολλές επιβαρύνσεις και κόστη έως να φτάσει εδώ- και το οποίο σε άλλα εστιατόρια τιμολογείται στα ενενήντα ευρώ κι εγώ το διαθέτω στον πελάτη μου στη μισή τιμή, δεν νομίζω ότι θεωρείται ακριβό.                  

- Μ.Β.: Άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζετε?  
- Α.Β.: Άλλος δύσκολος παράγοντας είναι το εργατικό δυναμικό. Κανείς δεν θέλει να έρθει να εργασθεί στο Μεγανήσι. Κι επιπλέον, σπανίζει ο επαγγελματισμός. Προσωπικά, προτιμώ να προσλάβω έναν άνθρωπο που δεν ξέρει κάτι αλλά είναι εργατικός και πρόθυμος να μάθει, παρά κάποιον με προϋπηρεσία που είναι, όμως, ανεπίδεκτος μαθήσεως. Είναι μικρό το ποσοστό που διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα να ανταποκριθεί επάξια στον τομέα της εξυπηρέτησης. Στο σημείο αυτό, ζητάμε την κατανόηση των πελατών που ίσως κάποιες βραδιές μεγάλης κίνησης, να μην έμειναν ικανοποιημένοι από την εξυπηρέτησή μας.   

- Μ.Β.: Αυτό που εισπράττω είναι ότι πέρα από το κέρδος, που είναι ο θεμιτός στόχος κάθε επιχειρηματία, εσείς επιθυμείτε να επικοινωνήσετε με τον πελάτη σας και να φύγει από εδώ ικανοποιημένος.  
- Α.Β.: Αυτό είναι ξεκάθαρο. Γι’ αυτό προτρέπω τον κόσμο να κάνει ερωτήσεις σε σχέση με το μενού. Να ξεφυλλίζει τον κατάλογο και να μας ρωτά για ο,τιδήποτε δεν ξέρει ή θέλει να μάθει. Πολλές φορές, μάλιστα, επιμένω να τους πείσω να δοκιμάσουν νέες γεύσεις.    

- Μ.Β.: Αυτοί οι κατάλογοι είναι πολύ πρωτότυποι! Κάθε κατάλογος είναι εμπνευσμένος από το εξώφυλλο ενός δίσκου.  
- Α.Β.: Είναι η συλλογή των βινυλίων μου. Το ένα είναι πιο σατυρικό και καυστικό από το άλλο. Ήταν πολύ τιμητικό για μένα, όταν ο Δάκης Ιωάννου- ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες έργων τέχνης ανά τον κόσμο- τους είδε κι ενθουσιάστηκε. Όταν κάποιος έχει επιστρατεύσει τον Τζεφ Κουνς να του σχεδιάσει το σκάφος και ενθουσιάζεται με τα εξώφυλλα των καταλόγων μου, τότε ξεχνώ την απογοήτευση που λαμβάνω από όσους δεν τους δίνουν την παραμικρή σημασία και δεν κάνουν τον κόπο ούτε καν να τους ανοίξουν.        

- Μ.Β.: Εντύπωση μου έκανε η πρώτη σελίδα του καταλόγου που περνά μήνυμα φιλανθρωπίας και αγάπης για τα παιδιά.  
- Α.Β.: Δυστυχώς, οι περισσότεροι την προσπερνάνε με βιασύνη, χωρίς να δείξουν το απαραίτητο ενδιαφέρον. Πολλές φορές τους το επισημαίνω: πριν προχωρήσετε στη δεύτερη σελίδα, ρίξτε μια πιο προσεκτική ματιά στην πρώτη. Σε αυτή τη σελίδα, παρουσιάζεται το πρόγραμμα της Ένωσης «Μαζί για το παιδί», που ονομάζεται «ΣΥΜΜΕΤΕΧΩ κι εγώ ΜΕ 1 ΕΥΡΩ». Πρόκειται για ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα κοινωνικής ευθύνης για την Ελλάδα, που υλοποιείται με τη στήριξη κάποιων εστιατορίων- του δικού μας συμπεριλαμβανομένου- και του περιοδικού GOURMET της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας». Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό, έχοντας ο πελάτης ολοκληρώσει και απολαύσει το γεύμα του, μπορεί να μας ζητήσει να χρεώσουμε στο λογαριασμό του ένα ευρώ επιπλέον για την Ένωση "Μαζί για το Παιδί". Το λυπηρό είναι ότι δεν έχουν συγκεντρωθεί, μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, ούτε τριακόσια ευρώ. Βέβαια, από τη μεριά μου θα συνεισφέρω επιπλέον, όπως το συνηθίζω όλα τα χρόνια.

- Μ.Β.: Ρίχνοντας μια ματιά στην ιστοσελίδα του εστιατορίου σας, διέκρινα τις φιλανθρωπικές και οικολογικές σας ευαισθησίες, καθώς και την προτίμησή σας στα οργανικά τρόφιμα.  
- Α.Β.: Πράγματι. Στην ιστοσελίδα μας υπάρχουν ξεχωριστές ενότητες αφιερωμένες στη φιλανθρωπία και την «πράσινη» δραστηριότητα του εστιατορίου. Ακολουθούμε πρόγραμμα ανακύκλωσης για όλα μας τα απορρίμματα, χρησιμοποιούμε οικολογικές συσκευασίες, αντικαταστήσαμε τους παλιούς λαμπτήρες με λάμπες εξοικονόμησης ενέργειας. Κάνουμε ό,τι μπορούμε προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο για τα τρόφιμα, συνεργαζόμαστε αποκλειστικά με μία οργανική φάρμα στην Ισπανία και αυγά προμηθευόμαστε από μία φάρμα ελευθέρας βοσκής εδώ στη Λευκάδα.

- Μ.Β.: Δηλαδή, εισάγετε και κάποια υλικά? 
- Α.Β.: Φέρνω από την Ισπανία και την Ιταλία κρεατικά, αλλαντικά, τυριά, βούτυρο από κρέμα οργανικής παρμεζάνας και προσπαθώ να τα συνδυάσω με τα υλικά της Ελλάδας. Γενικά, προσπαθώ να επιλέγω τα καλύτερα προϊόντα από τον κάθε τόπο.

- Μ.Β.: Πώς αποφασίσατε να ανοίξετε ένα εστιατόριο με ιταλικές συνταγές και γεύσεις? 
- Α.Β.: Είναι η αγαπημένη μου καθημερινή κουζίνα. Μπορώ να τρώω ριζότο και μακαρόνια κάθε μέρα. Όμως, αρκετά στοιχεία του μενού δεν είναι αμιγώς ιταλικά. Κάτω από την ομπρέλα του ιταλικού μενού ενσωματώνω και άλλα υλικά και ιδέες δικές μου που δεν θεωρούνται απαραίτητα ιταλικές. 

- Μ.Β.: Υπάρχουν στο μενού κάποια πιάτα δικής σας εμπνεύσεως? 
- Α.Β.: Έχω επιμεληθεί περισσότερο τη συνύπαρξη των υλικών. Για παράδειγμα, φτιάχνω ένα ριζότο με καπνιστό βοδινό φιλέτο cecina- ένα ισπανικό αλλαντικό- και λάδι τρούφας. Ένα άλλο πιάτο είναι τα χτένια τα βασιλικά που τα κάνουμε γεμιστά στο όστρακο, τα μαγειρεύουμε στο φούρνο και τα γκρατινάρουμε. Επίσης, η χρήση καπνιστού χοιρινού μάγουλου αντί για πανσέτα στην καρμπονάρα. Προσπαθώ να κάνω παραλλαγές, συνδυασμούς και να επινοώ εναλλακτικές χρήσεις σε σχέση με τα υλικά που έχω επιλέξει.  

- Μ.Β.: Το εστιατόριο σας έχει τη δυνατότητα παράδοσης φαγητού στα σκάφη, για εκείνους που έχουν επισκεφθεί το Μεγανήσι εν πλω. Έχει συμβεί κάποιο περίεργο, ασυνήθιστο περιστατικό κατά την παράδοση φαγητού σε κάποιο σκάφος? 
- Α.Β.: Μέχρι ώρας, όχι δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Χρειάστηκε, κιόλας, να απορρίψω τρεις, τέσσερις παραγγελίες, γιατί μας τηλεφώνησαν την ώρα που ήδη είχαμε αρχίσει να σερβίρουμε στο μαγαζί, και πάντα έχει προτεραιότητα ο κόσμος που τρώει εδώ. Σε μία από τις περιπτώσεις, ήταν κάποιος επώνυμος κύριος που ήθελε να παραγγείλει πίτσα για καμιά δεκαριά παιδάκια που ήταν στο σκάφος. Εκείνη τη στιγμή, όμως, το εστιατόριο ήταν γεμάτο από κόσμο. Μάλιστα, ο συγκεκριμένος κύριος εκτίμησε την άρνησή μας.         

- Μ.Β.: Φέτος, ακούγαμε διαρκώς για το Μεγανήσι και τους διάσημους τουρίστες του. Ο Ιταλός σχεδιαστής ρούχων Αρμάνι, Ρώσοι μεγιστάνες, χολιγουντιανοί αστέρες, λέχθηκε ότι εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την αγορά γης. Είχε περάσει ποτέ από το μυαλό σας ότι το Μεγανήσι και η γύρω περιοχή θα βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος? 
- Α.Β.: Είχα σκεφτεί ότι είχαμε την προοπτική, αλλά πιστεύω ότι θέλουμε ακόμα πολλή δουλειά. Και όσο εύκολα μπορούμε να το κερδίσουμε, τόσο εύκολα και γρήγορα μπορούμε να το χάσουμε. Και το κακό είναι ότι ορισμένοι έχουν ήδη επαναπαυθεί. Υπάρχουν επιχειρηματίες- που μάλλον έπρεπε να ονομάζονται περιστασιακοί τυχοδιώκτες- οι οποίοι βλέποντας όλη αυτή την προσέλευση τουριστών, έσπευσαν να ανοίξουν ένα εστιατόριο, χωρίς, όμως, να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και τις ικανότητες. Σκέφτηκαν: ας κάνουμε κι εμείς ένα ιταλικό. Όμως, αν δεν σπείρεις το χωράφι σου σωστά, δεν θα σου δώσει και καρπούς. Πρέπει να προσέξουν την απληστία τους.     

- Μ.Β.: Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια ξεχωριστή βραδιά του φετινού καλοκαιριού, κατά την οποία είχατε «υψηλούς» επισκέπτες? 
- Α.Β.: Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να ονοματίσω και να μιλήσω συγκεκριμένα για κάποιον. Αυτό, όμως, που μπορώ να πω είναι ότι με χαροποίησε η αλυσιδωτή προσέλευση πελατών. Δηλαδή, ερχόταν ένας επώνυμος μία φορά, ξαναερχόταν για δεύτερη, προσκαλούσε και τους φίλους του και κάπως έτσι ο ένας έφερε τον άλλο. Και αυτό που με χαροποίησε περισσότερο από όλα είναι ότι μας έδιναν και δεύτερη ευκαιρία. Γιατί την πρώτη φορά που επισκέπτεσαι ένα μαγαζί υπάρχει ο ενθουσιασμός και ο ρομαντισμός του καινούργιου. Τη δεύτερη φορά, όμως, κρίνεσαι. Και ήμουν πολύ χαρούμενος να διαπιστώνω ότι έφευγαν ικανοποιημένοι κι ευχαριστημένοι και μετά την δεύτερη επίσκεψή τους στο εστιατόριο. Όλο αυτό το εισπράττω ως κίνητρο για τη συνεχή μας βελτίωση.

- Μ.Β.: Είσαστε μέλος της επιτροπής «San Pellegrino» που ανακηρύττει τα πενήντα καλύτερα εστιατόρια παγκοσμίως. Διάκριση ιδιαιτέρως τιμητική, αφού είστε από τους ελάχιστους Έλληνες που συμμετέχουν.
- Α.Β.: Είμαστε, συνολικά, επτά Έλληνες. Όταν ξεκίνησε ο θεσμός, η επιτροπή έκανε μία έρευνα σχετικά με το ποια άτομα έχουν επιφανή θέση στο χώρο της εστίασης. Κι επειδή, στο συγκεκριμένο χώρο- ειδικά στην Αμερική- έχω συμμετάσχει σε συνέδρια, ιδρύματα και γενικότερα έχω ενεργή δράση σε αυτόν τον τομέα, έκριναν ότι είμαι κατάλληλος να συμμετάσχω. Είμαστε, λοιπόν, μία επιτροπή και η αρμοδιότητά μας είναι να τρώμε σε διάφορα εστιατόρια ανά τον κόσμο και να επιλέγει ο καθένας- σύμφωνα με το γούστο του- τα καλύτερα εστιατόρια.

- Μ.Β.: Εν όψει της νέας τηλεοπτικής περιόδου και σύμφωνα με τα ανακοινωθέντα προγράμματα των τηλεοπτικών σταθμών και τα αντίστοιχα διαφημιστικά τρέιλερ, φέτος θα δούμε πολλές εκπομπές μαγειρικής, μεταξύ αυτών και κάποια ριάλιτι μαγειρικής. Ποια είναι η γνώμη σας για το συγκεκριμένο τηλεοπτικό είδος?
- Α.Β.: Για αυτούς που συμμετέχουν, θεωρώ ότι έχουν πολλά να επωφεληθούν, σύμφωνα με το τι προσδοκά ο καθένας. Αν μη τι άλλο, ένα καλό μεροκάματο, χωρίς να κουραστούν ιδιαίτερα. Για αυτούς που τα βλέπουν, θα μπορέσουν- κατά κάποιο τρόπο- να καταλάβουν τι συμβαίνει στα εστιατόρια. Θα ανεβεί το επίπεδο, η κουλτούρα, η παιδεία του μέσου Έλληνα σε σχέση με το φαγητό. Τώρα πια, ο Έλληνας ξέρει τι γίνεται στοιχειωδώς στις ελληνικές κουζίνες και μερικές φορές, αστειευόμενος μπορεί να πει: «Θα στείλω τον Μποτρίνι, αν δεν φάμε καλά». Προσωπικά, δέχθηκα πρόσκληση να περάσω από δοκιμαστικό για την κριτική επιτροπή του «Top Chef». Ήμουν στην τελική οκτάδα, αλλά υπερίσχυσαν κάποιοι άλλοι, ήδη καταξιωμένοι στο χώρο της τηλεόρασης, όπως ο κ. Μαμαλάκης. Με προσκάλεσαν, όμως, σαν καλεσμένο της κριτικής επιτροπής, σε ένα από τα γυρίσματα. Θα χαρώ πολύ να γίνει, για να ακουστεί και το Μεγανήσι.     

- Μ.Β.: Μακάρι! Ευχαριστώ πολύ για την κουβέντα μας. Εύχομαι ο χειμώνας σας να είναι γεμάτος ανακαλύψεις: συνταγών, υλικών, γευσιγνωστικών συνδυασμών!  
- Α.Β.: Σας ευχαριστώ κι εγώ.

   Τη χάρηκα πολύ τη συζήτησή μας με τον κ. Βεζενέ. Γιατί αγαπώ πολύ το φαγητό και αυτή ήταν μία κουβέντα όλο μυρωδιές και γεύσεις. Επιπλέον, πήραμε και μία γεύση- έστω μικρή, εξαιτίας της εχέμυθης φύσης και του επαγγελματισμού του κ. Βεζενέ- από τον κοσμοπολίτικο αέρα που έπνευσε φέτος στο Μεγανήσι.

   Κι αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από ετούτη τη συνέντευξη- πέρα από τα πολλά ενδιαφέροντα που ειπώθηκαν- είναι ότι οφείλουμε να φροντίσουμε το νησί μας, να προστατεύσουμε τις φυσικές του ομορφιές και να βελτιώσουμε τις παροχές και τις υπηρεσίες προς τους τουρίστες που μας τιμούν κάθε καλοκαίρι. Είναι πολύ κρίμα, άλλα νησιά, που δεν διαθέτουν τα κάλλη της Λευκάδας, να τρώνε το μεγαλύτερο μέρος της τουριστικής πίτας.

   Που το πήγα, που το έφερα… πάλι στο φαγητό κατέληξα!!!

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Τάδε έφη Κώστας Τσόκλης

   "Πολλές φορές μιλάνε για βιαστές... Δεν καταλαβαίνω γιατί ο βιαστής είναι πιο κακός άνθρωπος από την κοπέλα που βγάζει τα βυζιά της απόξω ή φοράει τη φούστα και φαίνεται η κυλόττα της. Εγώ νομίζω πως τη βία την ζητάει η ίδια. Θέλει να τη βιάσουν. Δεν καταλαβαίνω γιατί η αστυνομία πιάνει τον άνθρωπο που τη βίασε και τον βάζει μέσα, και δεν βάζει αυτή την ίδια που τον προκαλεί. Αφού η φύση τον σπρώχνει να κάνει αυτό. Έχω άλλες απόψεις για τα πράγματα, πώς να στο πω βρε παιδί μου. Δεν ξέρω. Θα' θελα κάθε φορά που γίνεται ένας βιασμός, θα' θελα να δω γιατί γίνεται. Ποιος έφταιξε από τους δυο. Ποιος είναι αλήθεια πιο ζωντανός? Ο γεροηλίθιος που κάθεται στο σπίτι του και δεν έχει κανέναν ερωτισμό μέσα του ή εκείνος που ρισκάροντας τη ζωή του την ίδια, την ελευθερία του, επιτίθεται σε ένα πλάσμα σεξουαλικό και θέλει να το φιλήσει, να το αγκαλιάσει, να το σφίξει. Μα, γιατί, ποιος είναι ο πιο καλός? Και πώς η ζωή θα γινότανε πιο ενδιαφέρουσα? Μ' εκείνους τους ανέραστους που δεν συγκινούνται μπροστά στο φαινόμενο? Ή μ' εκείνους που το πάθος ξεχειλίζοντας τους κάνει να επιτεθούν? Και δεν είναι ωραίο πράγμα, στο κάτω κάτω, η επίθεση, βρε παιδί μου. Να καταλάβεις αυτό το πράγμα, αυτό που η φύση έπλασε προκλητικό, να το γευτείς, να το χαρείς. Είναι αναρχικές αυτές οι σκέψεις το ξέρω, αλλά δεν είναι φυσικές"?
   Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον εικαστικό Κώστα Τσόκλη. Στις συγκεκριμένες δηλώσεις προέβη σε συνέντευξη του, που φιλοξενήθηκε σε εκπομπή της ΝΕΤ- συγκεκριμένα σε ντοκιμαντέρ με τίτλο "Ο Τσόκλης στην Ιταλία"- και η οποία προβλήθηκε σε επανάληψη στις 15 Αυγούστου του 2010. Η πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ έγινε στις 13 Ιουνίου του 2000. Η ΕΡΤ, μετά τη θύελλα αντιδράσεων που ξεσηκώθηκε- τόσο στα έντυπα, μα κυρίως στα ηλεκτρονικά μέσα- και τις καταιγιστικές διαστάσεις που έλαβε το όλο θέμα, με ανακοίνωση της, ζήτησε συγγνώμη από το κοινό, διαχωρίζοντας τη θέση της από αυτή του καλλιτέχνη.
   Και ο ίδιος ο κ. Τσόκλης, απαντώντας σε επιστολή που έστειλε σε γνωστή ιστοσελίδα μία ανώνυμη γυναίκα, η οποία είχε πέσει θύμα βιασμού, ζήτησε- με έναν τρόπο- συγγνώμη, επικαλούμενος την τέχνη και την υπερβολή αυτής.
   Από τη μεριά μου, αναρωτιέμαι. Γιατί να ξαναπροβληθεί μία εκπομπή που περιλαμβάνει αυτού του είδους τις απόψεις? Ποιος ο σκοπός και η ωφελιμότητά της?
   Και το κυριότερο: σε μία εποχή που αξίες όπως ο σεβασμός, η φιλία, η αγάπη, η οικογένεια νοσούν, με τα πολυάριθμα περιστατικά βίας κι εγκληματικότητας που καθημερινά συμβαίνουν, την κατάθλιψη και τα ψυχικά νοσήματα να κυριαρχούν σε όλες τις ηλικίες, είναι λόγια αυτά να ακούγονται και δη από το στόμα ενός καλλιτέχνη? Αυτές οι απόψεις δεν καλούνται αναρχικές. Αυτές είναι απόψεις αρρωστημένες κι εξωφρενικά παράλογες. Σκέφτηκε άραγε ο κ. Τσόκλης ότι ενδέχεται κάποιος ακούγοντας τα λεγόμενά του, να τα εξέλαβε ως ενθάρρυνση και ελαφρυντικό για την όποια δράση του??? Υπερβολικό σενάριο, μα τόσο πιθανό στις μέρες μας.
   Φρόνιμο είναι, όποιος- για όποιο λόγο και χάρη σε όποια ιδιότητα- παίρνει βήμα και μιλά, εκφράζοντας τις προσωπικές του απόψεις, να σκέπτεται τι ενδέχεται να προκαλέσει. Τι και ποιον πιθανώς να εμπνεύσει και προς ποία κατεύθυνση. Τα λόγια μπορεί να μην μένουν και να πετούν, και η μνήμη του κόσμου να είναι βραχύβια, οι δηλώσεις μας, όμως, μας χαρακτηρίζουν. Ας πρυτανεύσουν, λοιπόν, η υπευθυνότητα και η σωφροσύνη. τόσο στους λόγους, όσο και στα έργα μας.

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com 

Άρης Βεζενές: Από τη Νέα Υόρκη, στο Μεγανήσι… Μαγειρεύοντας!!! - Μέρος Α’


    
   Το γειτονικό μας Μεγανήσι, αυτό το καλοκαίρι, εξελίχθηκε στο κοσμοπολίτικο στέκι του Ιονίου. Πολλά ονόματα της διεθνούς και εγχώριας κάστας των διασήμων, ακούστηκε ότι έκαναν την εμφάνισή τους για να χαλαρώσουν και να γευτούν τις ομορφιές του μικρού αυτού παραδείσου. Και όταν σουρούπωνε, όλοι κατέληγαν στο Βαθύ, στο εστιατόριο του κ. Άρη Βεζενέ, για να γευτούν και τις δικές του νοστιμιές.
   Από τις αρχές του καλοκαιριού, άκουγα να τον συζητούν. Αυτόν, τους διάσημους θαμώνες του, μα κυρίως τις σπεσιαλιτέ του. Τέλη Ιουλίου, τον συνάντησα τυχαία στις αποθήκες του ΚΤΕΛ Λευκάδος, όπου περίμενα να παραλάβω κάποια βιβλία εξ Αθηνών. Είδα ένα νεαρό κύριο να παραλαμβάνει κάποια βαριά δέματα, που αναρωτήθηκα τι περιείχαν. Τρεις μέρες μετά, ξεφυλλίζοντας μια κυριακάτικη εφημερίδα, εμφανίστηκε μπροστά μου μια φωτογραφία του. Και τότε είπα: πρέπει να μάθω την ιστορία του! Πώς, έχοντας εργαστεί για χρόνια στην Αμερική, διατελέσει διευθυντής στο περίφημο εστιατόριο «Milos»- που συστεγάζεται στο «Hilton» των Αθηνών- και όντας μέλος της επιτροπής «San Pellegrino»- που ανακηρύττει τα πενήντα καλύτερα εστιατόρια παγκοσμίως-, αποφάσισε να ανοίξει το δικό του εστιατόριο στο Μεγανήσι??? Ιδού οι απαντήσεις!      

- Μ.Β.: Κύριε Βεζενέ, καλώς σας βρήκα. Πολύ όμορφα είστε εδώ στο Μεγανήσι. Πείτε μας λίγα πράγματα για την πορεία της ζωής σας, ώστε να κατανοήσουμε πώς καταλήξατε στο Βαθύ.   
- Α.Β.: Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, όπου και έμεινα μέχρι την ηλικία των επτά ετών. Τότε, μετά από απόφαση του πατέρα μου, επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Εδώ πήγα σχολείο, μέχρι που έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις με σκοπό την αρχιτεκτονική σχολή. Πέρασα, τελικά, σε μία σχολή που δεν μου άρεσε. Δεν θυμάμαι σε ποια ακριβώς. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν η τέλεια ευκαιρία να φύγω πάλι για την Αμερική.

- Μ.Β.: Δηλαδή, η επιθυμία να επιστρέψετε στην Αμερική, υπέβοσκε στο μυαλό σας? 
- Α.Β.: Το ήθελα, καθότι μεγαλώνοντας και φοιτώντας σε ιδιωτικό σχολείο, είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι αν μείνω στην Ελλάδα, με αυτές τις κλίκες και αυτές τις παρέες, θα κατέληγα πολύ μέτριος, πολύ επαναπαυμένος. Από την άλλη μεριά, ένιωθα ότι ήταν λίγο απελευθερωτικό. Ότι θα με βοηθούσε να ανεξαρτητοποιηθώ. Όπως κι έγινε. Από το δεύτερο μήνα, κιόλας, άρχισα να δουλεύω και να μένω μόνος μου. Πήγα, λοιπόν, στο Σικάγο, όπου συνέχισα με τις σπουδές μου. Μπήκα στο τμήμα των μηχανικών. Στην πορεία, όμως, άλλαξα κατεύθυνση και ασχολήθηκα με τα οικονομικά και το μάρκετινγκ.    

- Μ.Β.: Αυτή η μετάβαση και η αλλαγή στις σπουδές, πώς προέκυψε? 
- Α.Β.: Ήταν μία αλυσιδωτή εξέλιξη. Ξεκίνησα να εργάζομαι ως σερβιτόρος για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου. Το χαρτζιλίκι εξελίχθηκε σε εισόδημα πολύ καλό, καθότι αυτό το είδος της εργασίας αμείβεται αρκετά καλά στην Αμερική, και το ένα έφερε το άλλο. Αυτό που λένε ότι «από πέντε χρονών ήξερα ότι θέλω να γίνω σεφ», είναι μεγάλος μύθος. Κανένας δεν γεννήθηκε και στα πέντε του συνειδητοποίησε ότι θέλει να κόβει πατάτες για δέκα ώρες ή να είναι πάνω από μία σχάρα και να σιγοκαίγεται το πρόσωπό του.     

- Μ.Β.: Ξεκινήσατε, λοιπόν, ως σερβιτόρος, παράλληλα με τις σπουδές σας. Και πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα?
- Α.Β.: Πριν τελειώσω τις σπουδές μου, είχα ήδη αναλάβει διοικητικό πόστο στο εστιατόριο που δούλευα. Μου άρεσε πολύ όλο αυτό που ζούσα: η κοινωνική επαφή με τον κόσμο, η καλή ζωή, το καλό φαγητό. Ακόμα και στον ελεύθερο μου χρόνο επιδίωκα να επισκέπτομαι άλλα εστιατόρια. Να ταξιδεύω. Να δοκιμάζω. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου και έχοντας εργαστεί σκληρά και για πολλά χρόνια- έξι ημέρες την εβδομάδα, για δέκα ώρες την ημέρα-, αποφάσισα ότι ήθελα να συνεχίσω να ασχολούμαι με το συγκεκριμένο χώρο. Ήθελα όλη αυτή η προϋπηρεσία να αξιοποιηθεί. Έκανα, λοιπόν, μία λίστα με τα εστιατόρια και τις εταιρίες που θα ήθελα να εργασθώ και άρχισα να στέλνω βιογραφικά. Τότε ήταν που βρήκα τη δεύτερη δουλειά μου σε γκρουπ πολυτελών εστιατορίων, ιταλικής ιδιοκτησίας, στο Σικάγο. Εκεί, ο πήχης ανέβηκε. Μεγάλη οργάνωση, αυξημένες απαιτήσεις κι ευθύνες, περισσότεροι πελάτες. Μπορεί να δουλεύεις πολλά χρόνια σε μία δουλειά. Αν δεν βρεθεί, όμως, κάποιος να σου ξυπνήσει τα ένστικτα, δεν μπορείς να δεις αυτό που πάντα έβλεπες. Στη συγκεκριμένη δουλειά, πήρα πολλά μαθήματα. Όλες μου οι γνώσεις σε συνδυασμό με την εμπειρία απέκτησαν νόημα.     

- Μ.Β.: Πότε και πώς αποφασίσατε, τελικά, να ασχοληθείτε με τη μαγειρική? 
- Α.Β.: Στα γραφεία της εταιρίας είχαμε πλήρη, οργανωμένη κουζίνα, όπου κάθε Σάββατο κάναμε σεμινάρια μαγειρικής και ερχόντουσαν οι καλοί, οι διάσημοι πελάτες αποφασισμένοι να γεμίσουν αλεύρια και να φτιάξουν τα δικά τους ζυμαρικά. Κάπως έτσι, μπήκε και σ' εμένα το μικρόβιο της μαγειρικής. Η μαγειρική είναι δημιουργία. Κι όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι το χέρι σου γίνεται πιο σταθερό, θυμάσαι τις αναλογίες, έχεις μνήμη των γεύσεων, των μπαχαριών, των αλατιών, κι έχεις αναπτύξει ένα γευστικό επίπεδο πολύ υψηλότερο από αυτό που κάποτε είχες... όλα οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση. Αποφάσισα, λοιπόν, να εστιάσω την προσοχή μου στην κουζίνα. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο… κι έτσι κι έγινε!      

- Μ.Β.: Δηλαδή, μάθατε να μαγειρεύετε εμπειρικά. Όπως αρμόζει, άλλωστε, στη μαγειρική! Δεν φοιτήσατε σε κάποια σχετική σχολή? Περιττό ερώτημα, αλλά στην ελληνική αγορά εργασίας όλοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα τυπικά προσόντα παραγνωρίζοντας τα ουσιαστικά. 
- Α.Β.: Στην Αμερική αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα, μπορεί ένας Μεξικάνος να ξεκινήσει δουλεύοντας σκληρά στη λάντζα, δειλά δειλά να περάσει και σε άλλα πόστα και τελικά να του δοθεί η ευκαιρία και να αρχίσει να μαγειρεύει. Όταν, λοιπόν, συμπληρώνεις δεκαπέντε χρόνια μέσα στην κουζίνα, τι να την κάνεις τη σχολή; Δεν μπορεί, βέβαια, να έχεις δουλέψει ένα χρόνο σε ένα σουβλατζίδικο και να θέλεις να προσληφθείς ως σεφ. Πρέπει να γνωρίζεις στοιχειώδη πράγματα: πώς γίνεται ένας ζωμός, για ποιο λόγο πρέπει τα μαρούλια να τα σπας με το χέρι και όχι με το μαχαίρι, για ποιο λόγο πρέπει να ανακατέψεις το ελαιόλαδο πριν το ρίξεις επάνω στη σαλάτα για να τη δροσίσεις όπως της πρέπει…     

- Μ.Β.: Μετά από αυτή την πολύχρονη συλλογή επαγγελματικών εμπειριών, αποφασίζετε να επιστρέψετε στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνετε διευθυντικά καθήκοντα στο εστιατόριο «Milos», που συστεγάζεται στο ξενοδοχείο «Hilton» των Αθηνών.   
- Α.Β.: Πράγματι. Εστιατόρια «Milos» υπάρχουν ακόμη ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στον Καναδά και ανοίγει κι ένα στο Λας Βέγκας. Αυτό της Νέας Υόρκης ήταν το εστιατόριο που ξεκαθάρισε την εικόνα της ελληνικής κουζίνας στην Αμερική. Έμαθε στο Χόλυγουντ ότι ο μέσος Έλληνας δεν πίνει μόνο ρετσίνα και ούζο, δεν τρώει μόνο σαγανάκι και γύρο. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση να επιστρέψω στην Ελλάδα για προσωπικούς, οικογενειακούς λόγους. Όλοι μου έλεγαν γιατί κάνω αυτό το λάθος να επιστρέψω, αφού τα δύο τελευταία χρόνια είχα βάλει ρότα να ανοίξω ένα εστιατόριο- εφάμιλλο του «Milos»- στο Σικάγο. Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετά από μία περίοδο διακοπών κι ανάπαυλας, άρχισα να σκέφτομαι με τι θα ασχοληθώ. Σκέφτηκα να δημιουργήσω ένα χώρο δικό μου, αλλά το σύστημα της Ελλάδας ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό της Αμερικής. Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να διέθετα πολλές γνώσεις, αλλά δεν ήξερα το ελληνικό φορολογικό σύστημα, το εργατικό δίκαιο, έννοιες όπως η πίστωση. Οπότε επέλεξα να κάνω δύο βήματα πίσω, να εργαστώ για κάποιον άλλο, μέχρι να μάθω και να προσαρμοσθώ στην ελληνική πραγματικότητα. Μπήκα πάλι στη διαδικασία αποστολής βιογραφικών και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με το «Milos» των Αθηνών.            

- Μ.Β.: Μείνατε εκεί για πολύ καιρό?   
- Α.Β.: Από το 2005 που επέστρεψα από την Αμερική, μόνο στο «Milos» δούλεψα. Έμαθα πάλι την Ελλάδα. Έμαθα την ελληνική κουζίνα. Πρώτες ύλες, όπως το σταμναγκάθι, τις οβριές, τυριά που δεν ήξερα. Η Ελλάδα διαθέτει πολλά τυριά μικρής παραγωγής, που συνήθως η φήμη τους δεν φτάνει πέρα από τον τόπο παραγωγής τους και την ταβέρνα του χωριού. Για παράδειγμα, δεν θυμάμαι να είχα φάει ποτέ στην Αμερική ψωμί με προζύμι. Κι εκεί που δεν έτρωγα ποτέ ψωμί με λάδι, συνειδητοποίησα ότι το ψωμί με προζύμι είναι το καλύτερο για να το συνοδεύσεις με λάδι. Όταν πρωτοήρθα, εδώ στο Μεγανήσι, έψαξα και βρήκα τον φούρνο που κάνει το καλύτερο ψωμί με προζύμι.

- Μ.Β.: Τελικά, όμως, αποφασίσατε να ανεξαρτητοποιηθείτε και να ανοίξετε ένα εστιατόριο δικό σας.   
- Α.Β.: Όταν ένιωσα έτοιμος- από άποψη γνώσεων και εμπειριών- άρχισα να κοιτάζω χώρους στην Αθήνα για να κάνω το επόμενο βήμα και να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Δεν έβρισκα, όμως, κάτι με το σωστό ενοίκιο και στη σωστή περιοχή. Επίσης, άρχισα να αναθεωρώ τις απόψεις μου για την ελληνική, αθηναϊκή αγορά. Παρατήρησα ότι όταν έπαιζε ποδόσφαιρο μία από τις τρεις μεγάλες ομάδες, ο μισός κόσμος δεν έβγαινε για φαγητό. Παρατήρησα ότι ο Έλληνας έχει ως πρώτη προτεραιότητα τον καφέ, μετά το ποτό και έπειτα το φαγητό. Άρα, με σειρά προτεραιότητας, αυτό που θα γνωρίσει πρώτα την κρίση είναι το φαγητό. Σε περίοδο κρίσης, ο πελάτης θα επιλέξει να βγει για φαγητό μία φορά την εβδομάδα, όχι παραπάνω. Στο Μεγανήσι γνωρίζω εκ των προτέρων ότι η περίοδος διαρκεί δύο μήνες.    

- Μ.Β.: Και την απόφαση να έρθετε στο Μεγανήσι και να δημιουργήσετε ένα δικό σας εστιατόριο, βάσει ποιων κριτηρίων τη λάβατε?  
- Α.Β.: Τρεις ήταν οι λόγοι που με οδήγησαν να πάρω τη συγκεκριμένη απόφαση. Ο πρώτος λόγος ήταν συναισθηματικός και συνδέεται με την απώλεια του πατέρα μου, ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον τόπο καταγωγής μας το Μεγανήσι και πάντα προσπαθούσε να βρίσκει λόγους για να έρχεται εδώ και να μένει για μεγάλα διαστήματα. Κατά δεύτερον, είχα απηυδήσει λιγάκι με την αθηναϊκή αγορά. Δηλαδή, τα σημεία στα οποία έψαχνα, τα ενοίκια ήταν τρελά, με αποτέλεσμα το πλάνο ευθύς εξαρχής να μην καθίσταται βιώσιμο. Και τρίτον, διαπίστωσα ότι το Μεγανήσι είναι κομβικό σημείο μιας κατηγορίας τουριστών, που μέχρι πρότινος δεν είχε κάτι να την παρακινήσει να βγει από το μεγάλο σκάφος.     

- Μ.Β.: Πόσα χρόνια μετράει το εστιατόριο σας? Βρήκατε στο Μεγανήσι ό,τι γυρεύατε?  
- Α.Β.: Αυτός ο χρόνος που διανύουμε είναι ο δεύτερος. Ήθελα να δημιουργήσω τη δυνατότητα να περνάω πέντε, έξι μήνες το χρόνο εδώ. Με είχε κουράσει και η πόλη. Ήθελα, κιόλας, να ασχοληθώ με τον κήπο, με την πρώτη ύλη. Μάλιστα, καλλιεργώ και μυρωδικά, και του χρόνου σκέφτομαι να δω το όλο θέμα πιο συστηματικά. 

- Μ.Β.: Το εστιατόριο λειτουργεί από το Μάιο έως πότε?  
- Α.Β.: Επισήμως, λέμε από το Μάιο έως τον Οκτώβριο. Μόλις, όμως, διαπιστώσω ότι οι αποθήκες ξεχειλίζουν από τρόφιμα και ότι είμαστε πρόθυμοι να μαγειρέψει ο ένας στον άλλο μία νέα συνταγή, τότε το πράγμα μιλάει από μόνο του. Κάπως έτσι έγινε και πέρυσι και κλείσαμε στις αρχές του Σεπτέμβρη. Δεν δουλεύουμε με οργανωμένα γκρουπ, τις λεγόμενες φλοτίλες- που είναι, όμως, κατηγορία φθηνού τουρισμού-, οπότε να έχουμε εξασφαλίσει μία περίοδο μέχρι και τον Οκτώβρη. Πέρα από αυτούς που επισκέπτονται το Μεγανήσι με σκάφος, έχουμε και αρκετό κόσμο από τη Λευκάδα, την Πρέβεζα, το Αγρίνιο. Οι πελάτες μας, λοιπόν, θα αποφασίσουν μέχρι πότε θα είμαστε εδώ.    

- Μ.Β.: Προσωπικά, έχω ακούσει πολύ κόσμο να επισκέπτεται το Βαθύ μόνο και μόνο για να έρθει στο εστιατόριο σας και να δοκιμάσει τις γεύσεις σας. Υπάρχει, βέβαια, και μία μερίδα κόσμου που έρχεται από καθαρή περιέργεια, μήπως και συναντήσει εδώ, στο διπλανό τραπέζι, κάποια διασημότητα.  
- Α.Β.: Ισχύει. Κάποιοι έρχονται με καλή διάθεση και υπάρχουν κι αυτοί που έρχονται με διάθεση επικριτική. Είχαμε ένα τέτοιο περιστατικό τις προάλλες, που δεν θα ήθελα να αναφέρω. Ορισμένοι, μάλιστα, αδίκως θεωρούν ότι δίνουμε προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των επώνυμων πελατών μας, έναντι των υπολοίπων. Αυτό είναι μύθος.

   Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης του κ. Βεζενέ θα δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα. Με νόστιμες και πιπεράτες ειδήσεις… 

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com