Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ένα δώρο συμβολικό

   Το γεγονός ότι οι μέρες χαρακτηρίζονται από οικονομική αφραγκιά, δεν δικαιολογεί- σε καμία περίπτωση- τη συναισθηματική μας τσιγκουνιά. Υπό το σκεπτικό αυτό, μπορούμε να κάνουμε δώρα στους αγαπημένους μας, μικρής χρηματικής αξίας, μα με συμβολισμούς και προεκτάσεις συναισθηματικές.
   Κι επειδή δεν θέλω να θεωρηθώ ως ο δάσκαλος που δίδασκε, μα το λόγο του δεν κράταγε, θέλω να κάνω κι εγώ με τη σειρά μου, σε όλους εσάς που με διαβάζετε, ένα δώρο συμβολικό. Ένα παραμύθι που έγραψα πριν από περίπου ένα χρόνο, με αφορμή... κάτι που είχε συμβεί!
   Ελπίζω να το χαρείτε! Και να θυμάστε ότι στη ζωή, ακριβώς όπως και στα παραμύθια, το καλό, τελικά-πάντα- νικά!

Καλή μας Πρωτοχρονιά!!!

Ο Γίγαντας με τη Χρυσή Καρδιά

   Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια σπηλιά, ψηλά επάνω στο βουνό, ζούσε ένας Γίγαντας. Τεράστιος κι αλλόκοτος στην όψη, μα με καρδιά μικρού παιδιού. Η οικογένειά του ζούσε μακριά του, στο χωριό της κοιλάδας. Πήγαιναν, βέβαια, και τον έβλεπαν κάθε μέρα, μα αυτό δεν του ήταν αρκετό. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να γυρίσει και πάλι στο σπιτικό τους, γιατί οι χωριανοί- και μόνο που τον έβλεπαν-, τρόμαζαν πολύ. Ένιωθε, λοιπόν, πολύ, μα πολύ μόνος.

   Μία μέρα ξύπνησε και ένιωσε μεγάλη λαχτάρα να πάει μια βόλτα στο χωριό, να δει μήπως ετούτη τη φορά και τον εσυμπαθούσαν.

   Οι πρώτοι που συνάντησε στο διάβα του ήταν ένας γεωργός και η γυναίκα του. Καθώς όργωναν το χωράφι τους, ένιωσαν να φεύγει ο ήλιος, να χάνεται. Πίστεψαν πως έρχεται βροχή. Σήκωσαν τα μάτια τους ψηλά, και τι να δουν? Ο Γίγαντας είχε κρύψει όλο τον ουρανό. Τον ήλιο, τα σύννεφα, ακόμα και τα πουλιά. Άρχισαν να τρέχουν πέρα δώθε και να φωνάζουν:

Βοήθεια, Βοήθεια χωριανοί!
Τι μοίρα κι αυτή που μας βρήκε κακή.
Ο Γίγαντας κατέβηκε από τη σπηλιά,
Και θα μας κάνει όλους μια χαψιά!

   Τόσο πολύ στεναχωρέθηκε ο Γίγαντας που δεν έκανε ούτε ένα βήμα παραπέρα. Γύρισε την τεράστια πλάτη του στο χωριό και πήρε το δρόμο της επιστροφής...

   Πέρναγε ο καιρός, και αυτός μέρα νύχτα έκλαιγε. Η σπηλιά πλημμύρισε από τα δάκρυά του. Η λίμνη παρ' ολίγο να ξεχειλίσει κι όλα να τα πνίξει!

   Τα ζώα και τα πουλιά του δάσους ήξεραν πόσο καλοσυνάτος ήταν και δεν τον φοβόντουσαν διόλου. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, όλα μαζί στο δάσος, και σκέφτηκαν, και αποφάσισαν, πώς να τον βοηθήσουν.

   Τα μαντάτα τα πήγε ο Σκίουρος. Σκαρφάλωσε γρήγορα γρήγορα στη ράχη του Γίγαντα, και του ψιθύρισε στ' αυτί: 

Μεγάλο τραπέζι θα στηθεί.
Κι όποιος μπορέσει, ας αντισταθεί!
Με λαχταριστά καλούδια στη γιορτή,
Όλο το χωριό, θα' ρθει!

   Κι έτσι κι έγινε!

   Όλοι μαζί άρχισαν να μαγειρεύουν, να φτιάχνουν φαγητά και γλυκά, πεντανόστιμα και μοσχοβολιστά!

   Οι μυρωδιές έφτασαν μέχρι το χωριό. Και όλοι, μικροί, μεγάλοι, άφησαν τα παιγνίδια τους, τις δουλειές τους, και σαν μαγεμένοι, πήραν το δρόμο για το βουνό.

   Σαν έφτασαν στη σπηλιά, ο Γίγαντας τους καλοδέχτηκε και άρχισαν να τρώνε και να ευχαριστιόνται. Κι όταν γέμισαν τις κοιλιές τους, τότε μόνο κατάλαβαν ότι όλα αυτά τα είχε φτιάξει ο Γίγαντας για να τους ευχαριστήσει, και ότι, τελικά, δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου κακός.

   Τότε, όλοι μαζί, γύρισαν στο χωριό. Κι έκτοτε, κάθε Κυριακή, στήνεται μεγάλη γιορτή!

   Κι έτσι, έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...


ΤΕΛΟΣ

Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου