Με σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία, όπου μαθήτευσε δίπλα σε διακεκριμένους και πρωτοπόρους καθηγητές του χώρου, καθώς και πολυετή προϋπηρεσία τόσο στο Λονδίνο, όσο και στην Αθήνα, η λογοπαθολόγος Μαρία Μανωλίτση, επέλεξε να επιστρέψει και να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Λευκάδα.
Όταν τη συνάντησα, διέκρινα τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τη δουλειά της, την ευαισθησία της, καθώς και την εντιμότητα με την οποία αντιμετωπίζει τους ασθενείς της. Αμέσως, σκέφθηκα ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε τις επιστημονικές της απόψεις σε σχέση με τις δυσκολίες που αφορούν στο λόγο, την ομιλία και τη γενικότερη έκφρασή μας. Προβλήματα που βασανίζουν κυρίως τα μικρά παιδιά, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των γονιών τους, μα και των ιδιαίτερα απαιτητικών, σημερινών συνθηκών, που όλοι- μικροί μεγάλοι- καλούμασθε να αντιμετωπίσουμε. Ελπίζω στη συνέντευξη που ακολουθεί, κάποιοι να ενημερωθείτε, κάποιοι άλλοι να αφυπνιστείτε και – γιατί όχι- να απελευθερωθείτε. Από φόβους, ντροπές και λοιπά συναισθήματα, που ανώφελα συντηρούν προβλήματα.
- Μ.Β.: Καλημέρα. Για να είμαι ειλικρινής, την ειδικότητα του λογοπαθολόγου την ακούω πρώτη φορά. Οι περισσότεροι, τα τελευταία χρόνια, είμαστε εξοικειωμένοι με την ειδικότητα του λογοθεραπευτή. Ποιο είναι το ακριβές αντικείμενο με το οποίο ασχολείστε? Και ποια η διαφορά μεταξύ ενός λογοπαθολόγου κι ενός λογοθεραπευτή?
- Μ.Μ.: Έννοιες όπως λογοπαθολόγος, λογοθεραπευτής, λογοπεδικός είναι συναφείς ως προς το νόημά τους. Η μόνη διαφορά που υπάρχει είναι ότι ο λογοπαθολόγος μπορεί να κάνει αξιολόγηση της παθολογίας που παρουσιάζει κάποιο παιδί ή κάποιος ενήλικας, και στη συνέχεια ως θεραπευτής, λογοθεραπευτής, να μπορέσει να δουλέψει θεραπευτικά πάνω στη δυσκολία που έχει εντοπίσει, μετά τη σχετική αξιολόγηση.
- Μ.Β.: Η διάγνωση, δηλαδή, που γίνεται από τον λογοπαθολόγο είναι πιο συνολική και σε βάθος?
- Μ.Μ.: Ναι. Και για να μπορέσει να ακολουθηθεί το σωστό είδος παρέμβασης θα πρέπει πρώτα να μπορείς να κάνεις μία σωστή αξιολόγηση κι έπειτα να συνεχίσεις στην παρέμβαση.
- Μ.Β.: Ποιες είναι εκείνες οι δυσκολίες και τα προβλήματα στο λόγο που εμφανίζονται πιο συχνά?
- Μ.Μ.: Συνήθως, αντιμετωπίζουμε εξελικτικές διαταραχές, γλωσσικές καθυστερήσεις παιδιών, δυσκολίες μέσα στα πλαίσια του φάσματος του αυτισμού, αναπτυξιακές διαταραχές και μαθησιακές δυσκολίες. Τα τελευταία χρόνια, οι μαθησιακές δυσκολίες συγκεκριμένα έχουν παρουσιάσει μια σημαντική αύξηση.
- Μ.Β.: Η αιτία?
- Μ.Μ.: Το γεγονός αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως το ότι έχουν αλλάξει αρκετά οι απαιτήσεις που έχει πλέον το σχολείο, με αποτέλεσμα τα παιδιά να παρουσιάζουν τώρα πια πιο συχνά προβλήματα λόγου, που δεν αντιμετωπίζονται σε παιδική ηλικία, και τα οποία εξελίσσονται σε κάποιες δυσκολίες γραπτού λόγου, όταν καλούνται να ενταχθούν στο σχολείο και τις απαιτήσεις του.
- Μ.Β.: Ποια είναι τα συνήθη συμπτώματα που εμφανίζει ένα παιδί με διαταραχές στο λόγο?
- Μ.Μ.: Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει ένας γονιός από μικρή ηλικία. Όταν ένα παιδί μεγαλώνοντας δεν παρουσιάζει καλή βλεμματική επαφή. Όταν, δηλαδή, δεν μας κοιτάζει όταν του μιλάμε, όταν παίζουμε μαζί του, όταν δεν ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει μαζί μας. Πιο συγκεκριμένα, όταν παίζουμε μ’ ένα μωρό, δεκαοκτώ μηνών περίπου, και δεν το ενδιαφέρει η παρουσία μας, αλλά το ενδιαφέρει να δει τηλεόραση, να ακούσει τις διαφημίσεις ή να παίξει με ένα παιχνίδι που δεν του προσφέρει κάποια κοινωνικοποίηση. Παρατηρούμε αν το παιδί μας επιστρέφει το χαμόγελο, αν μας κοιτάζει, αν κατανοεί απλές εντολές, αν ο λόγος του είναι κατανοητός από έναν τρίτο, όταν το παιδί αρχίζει να μιλάει. Ένα πολύ βασικό κομμάτι, στο οποίο δεν δίνουν μεγάλη προσοχή οι γονείς, είναι αν το παιδί ξέρει να παίζει και ο τρόπος που το κάνει. Δηλαδή, χρησιμοποιεί τα παιχνίδια του φανταστικά ή ως έχουν, και απλά το ενδιαφέρει να τα βάλει στο στόμα του? Όλα αυτά πρέπει να τα έχουν υπόψη τους οι γονείς.
- Μ.Β.: Τα προβλήματα και οι δυσκολίες στο λόγο κρύβουν συνήθως και προβλήματα κοινωνικοποίησης?
- Μ.Μ.: Βέβαια. Πολύ συχνά έχουμε παραπομπές γονιών που στο πρώτο κιόλας τηλεφώνημα μας λένε ότι «ο γιος μου ή η κόρη μου μας κλωτσάει, μας δαγκώνει, μας χτυπάει, πετάει πράγματα, δεν μπορούμε να βγούμε εκτός σπιτιού, να καθίσουμε σε μια καφετέρια, ένα εστιατόριο». Και μας λένε συνήθως ότι «Δεν ξέρω αν είσαι το σωστό άτομο για ν’ απευθυνθώ. Απλά δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω άλλο. Θέλω πια να έχω μία ήσυχη και ήρεμη ζωή». Κάνοντας, λοιπόν, τότε μία αξιολόγηση στο παιδί, μα και στο οικογενειακό περιβάλλον- γιατί το οικογενειακό περιβάλλον παίζει πολύ σημαντικό ρόλο- διαπιστώνουμε ότι το παιδί έχει κρυμμένες δυσκολίες στο λόγο, και με αυτό εννοούμε και στον προσλαμβανόμενο λόγο, στην κατανόηση, αλλά και στην έκφρασή του. Οπότε, αν έχουμε ένα έξυπνο παιδί το οποίο, όμως, δεν μπορεί να εκφραστεί, τότε το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναπτύξει επιθετική συμπεριφορά. Επίσης, υπάρχουν διαταραχές, δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάσει ένα παιδί, όπως ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού, σύμφωνα τις οποίες τα παιδιά δεν μπορούν να αντιληφθούν πώς πρέπει να συμπεριφερθούν σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Είναι παιδιά τα οποία δεν ξέρουν τι πρέπει να κάνουν όταν βλέπουν κάποιον για πρώτη φορά, πώς πρέπει να κάνουν φίλους, όταν είναι σ’ έναν παιδότοπο πώς πρέπει να προσεγγίσουν ένα άλλο παιδί για παίξουν μαζί με τη μπάλα ή να κάνουν μαζί τσουλήθρα ή τραμπολίνο. Σε αυτήν την περίπτωση, φανταστείτε να έχουμε ένα παιδί που να θέλει να πάρει την μπάλα, να μην ξέρει πώς να τη ζητήσει και ο μόνος τρόπος που μπορεί να σκεφθεί είναι να χτυπήσει και να δαγκώσει για να αφήσει το άλλο παιδάκι την μπάλα, οπότε να την πάρει και να φύγει.
- Μ.Β.: Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε μία αδυναμία έκφρασης που παρακωλύει τη συνολικότερη δραστηριότητα του παιδιού.
- Μ.Μ.: Πρέπει να σημειώσουμε αυτόν τον όρο της πραγματολογίας, γιατί κανένας γονιός δεν τον γνωρίζει. Είναι ο τρόπος που πραγματευόμαστε, που χρησιμοποιούμε το λόγο μας. Εκεί είναι το πιο δύσκολο κομμάτι των παιδιών. Ο τρόπος που θα χρησιμοποιήσω την έκφρασή μου για να μπορέσω να έρθω σε επαφή, σε επικοινωνία με ένα άλλο άτομο που δεν γνωρίζω. Κι εκεί υπάρχουν πολλοί κρυμμένοι λόγοι που οδηγούν στην επιθετικότητα. Πολλά παιδιά δεν γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο του λόγου για να μπορέσουν να κοινωνικοποιηθούν, να παίξουν, να γελάσουν, να κάνουν παρέες και φίλους. Και να υπογραμμίσουμε ότι η επιθετική συμπεριφορά έχει ως αποτέλεσμα την αντικοινωνικοποίηση. Τα επιθετικά παιδιά μένουν εκτός κοινωνικού συνόλου. Αν ένα παιδί, σ’ έναν παιδότοπο, χτυπάει και δέρνει τα άλλα παιδιά, τι θα συμβεί? Θα τον απομακρύνουν, θα τον απομονώσουν και δεν θα ξαναπάει. Κι αν ξαναπάει, δεν θα τον παίξει κανένας.
- Μ.Β.: Ειδικά στην επαρχία, υπάρχουν περιπτώσεις γονέων που ενώ εντοπίζουν προβλήματα στην ομιλία, μα και στη συμπεριφορά των παιδιών τους, ντρέπονται, φοβούνται να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό, προκειμένου να ακολουθηθεί η απαραίτητη θεραπεία. Με θλιβερό αποτέλεσμα, να καταστρέφουν τις δυνατότητες και το μέλλον των ίδιων τους των παιδιών. Εσείς, έχετε συναντήσει τέτοιου είδους αντιλήψεις?
- Μ.Μ.: Πολύ συχνά. Και στην Αθήνα και στο Λονδίνο όπου δούλευα. Ακόμα περισσότερο εδώ στη Λευκάδα που είναι ένας μικρός τόπος και οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους. Είναι κάτι, όμως, που δεν θα έπρεπε να γίνεται, γιατί όταν ο γονιός αντιληφθεί ότι το παιδί του έχει κάποια δυσκολία, μικρή ή μεγάλη, και το παραδεχθεί και το αποδεχθεί και επικοινωνήσει με κάποιον ειδικό, τότε θα μας είναι κι εμάς χρήσιμος, γιατί θα μπορέσουμε να τον εκπαιδεύσουμε ώστε να βοηθήσει το παιδί του. Και σίγουρα, αυτή η μικρή ή μεγάλη δυσκολία, με το χρόνο θα βελτιωθεί ή μπορεί να ξεπεραστεί κιόλας. Όταν λέμε ότι ο γονιός έρχεται σε επαφή με έναν ειδικό, δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να ακολουθηθεί θεραπεία. Κάποιες φορές χρειάζεται, κάποιες όχι, κάποιες άλλες μιλάμε για έμμεση θεραπεία. Υπάρχουν προγράμματα βάσει των οποίων εμείς οι ειδικοί μπορούμε να εκπαιδεύσουμε τους γονείς, χωρίς να χρειάζεται άμεσα να βλέπουμε τα παιδιά. Να γίνεται μία έμμεση θεραπεία, με σκοπό να βοηθηθεί το παιδί.
- Μ.Β.: Υπάρχουν και περιπτώσεις μορφωμένων γονέων, που ενώ φτάνουν μέχρι το γραφείο του ειδικού, στη συνέχεια αντιδρούν και αμφισβητούν τη γνωμάτευσή του και την προτεινόμενη θεραπεία. Είναι το «σύνδρομο του ξερόλα» από το οποίο πάσχουν πολλοί νεοέλληνες και δη άνθρωποι υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Σας έχει συμβεί κάτι παρόμοιο?
- Μ.Μ.: Το έχω συναντήσει και αυτό. Πολλοί μορφωμένοι γονείς δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι το δικό τους παιδί παρουσιάζει δυσκολίες. Αναρωτιούνται πώς, αφού οι ίδιοι είναι τόσο μορφωμένοι, τόσο καλά ενταγμένοι στην κοινωνία, το δικό τους παιδί να έχει κάποιο πρόβλημα. Κι εδώ, όπως και στην παραπάνω περίπτωση, τους καταλαμβάνει η ντροπή και ο φόβος για το τι θα πει ο κοινωνικός τους περίγυρος αν το μάθει. Δεν θα έπρεπε, όμως.
- Μ.Β.: Συνήθως, όταν κάποιος είναι επαγγελματικά επιτυχημένος, είθισται να αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο και την ενέργεια του στις επαγγελματικές και κοινωνικές του δραστηριότητες, με συνέπεια να παραμελεί την οικογένειά του. Είναι αυτός λόγος ικανός για να αναπτύξει ένα παιδί προβλήματα λόγου?
- Μ.Μ.: Ναι μεν μπορεί να παραμελεί το παιδί του, αυτός, όμως, δεν είναι ο κύριος λόγος που ένα παιδί εμφανίζει δυσκολίες στο λόγο. Πρέπει να υπάρχει ένα υπόβαθρο για να υπάρχουν τέτοια προβλήματα. Βέβαια, όταν παραμελείται ένα παιδί από τους γονείς του, ενδέχεται να εμφανίσει προβλήματα συμπεριφοράς και κοινωνικοποίησης.
- Μ.Β.: Τι είδους υπόβαθρο? Γενετικό ή επίκτητο?
- Μ.Μ.: Και τα δύο. Υπάρχουν δυσκολίες λόγου που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, και τις οποίες μπορούμε να διαπιστώσουμε αν ανατρέξουμε σε παλαιότερες γενιές ή μέσα στην ίδια την οικογένεια. Υπάρχουν, όμως, και περιβαλλοντικές, εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος.
- Μ.Β.: Υπάρχουν και πολλοί ενήλικες με προβλήματα στο λόγο, οι οποίοι δεν έχουν απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό. Αν νιώσουν, όμως, την ανάγκη να το πράξουν, ακόμα κι αν είναι σε μεγάλη ηλικία, υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης?
- Μ.Μ.: Ποτέ δεν είναι αργά για κάποιον, γιατί αν υπάρχει επιθυμία βελτίωσης από τον ίδιο τον άνθρωπο που παρουσιάζει το πρόβλημα, τότε όλα μπορούν να λυθούν. Έχω δει ανθρώπους, είτε με δυσκολίες στη φωνή, είτε με δυσκολίες στην άρθρωση, σε μεγάλη ηλικία, που τα προσπάθησαν και κατάφεραν να βελτιωθούν. Έχω δει ακόμα ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, με μαθησιακή δυσκολία, που το κατάλαβαν αργά, γιατί ενώ ήταν έξυπνοι και στέκονταν καλά στη δουλειά τους, ο γραπτός τους λόγος παρουσίαζε προβλήματα. Ακολουθώντας, λοιπόν, μία θεραπευτική διαδικασία, βελτιώθηκαν ως προς το κομμάτι του γραπτού και προφορικού λόγου, αλλά βελτιώθηκε επίσης και η αυτοπεποίθησή τους. Γιατί, όσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος που έχει μαθησιακές δυσκολίες, αισθάνεται ότι κάτι του συμβαίνει, αλλά δεν ξέρει τι ακριβώς, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται πολύ συναισθηματικά.
- Μ.Β.: Οι νέες εποχές φέρνουν, συνήθως, και νέα προβλήματα. Στον τομέα αυτό των δυσκολιών στο λόγο, έχουν ανακύψει νέες δυσκολίες?
- Μ.Μ.: Παρατηρείται το φαινόμενο αυτό από γενετικής απόψεως. Υπάρχουν, δηλαδή, σύνδρομα που τώρα έχουμε αρχίσει να τα ονομάζουμε ή να τα κατηγοριοποιούμε. Τα προβλήματα λόγου είναι λίγο πολύ τα ίδια. Διαφοροποιούνται μόνο ως προς τον τρόπο εκδήλωσής και την ηλικία στην οποία εμφανίζονται. Πολύ μεγάλο ρόλο παίζει πια το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουμε. Το οικογενειακό περιβάλλον, η κοινωνία και το σχολείο έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις απ’ ότι πριν από δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Απαιτείται πλέον να είμαστε πιο ετοιμόλογοι, να έχουμε καλύτερη έκφραση και γενικά να έχουμε ένα πολύ καλό «πακέτο» και κατανόησης, και έκφρασης, ώστε να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα με όποιες πιθανές δυσκολίες μπορεί να μας προκύψουν.
- Μ.Β.: Προβλήματα συνηθισμένα και- ας μου επιτραπεί- «παραδοσιακά», όπως είναι ο τραυλισμός, η δυσλεξία, η δυσκολία προφοράς συγκεκριμένων γραμμάτων και συλλαβών, είναι θεραπεύσιμα?
- Μ.Μ.: Κάποια είναι θεραπεύσιμα και σε κάποια άλλα μπορούμε να δούμε μεγάλη βελτίωση. Οι αρθρωτικές δυσκολίες, όπως να μην μπορεί κάποιος να πει έναν ήχο, σίγουρα βελτιώνονται, αν δεν υπάρχει, βέβαια, κάποια παθολογία στην ανατομία του στόματος, οπότε ζητάμε τη βοήθεια και άλλων ειδικών. Ο τραυλισμός, η δυσλεξία και κάποιες γλωσσικές δυσκολίες βελτιώνονται. Και υπάρχει περίπτωση να έχουμε ένα παιδί που ενώ παλαιότερα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες, με θεραπευτική βοήθεια- και πάντα με την υποστήριξη της οικογένειας- να ξεπεράσει εντελώς το όποιο πρόβλημα. Και τονίζω το ρόλο της οικογένειας, γιατί ένας θεραπευτής θα δει το παιδί δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Η οικογένεια, όμως, είναι μαζί του όλο το εικοσιτετράωρο. Οπότε αν δεν βοηθηθεί από την οικογένεια του, τότε ένας θεραπευτής δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Για το λόγο αυτό προτείνω και προτρέπω τους γονείς όταν αποφασίσουν να δεσμευτούν και να εμπλακούν σε κάποιου είδους θεραπεία, με τη συνεργασία του κατάλληλου ειδικού, να προσπαθήσουν να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι, ώστε να βοηθήσουν το παιδί τους όσο μπορούν περισσότερο.
- Μ.Β.: Πέρα από την οικογένεια, ποιος είναι ο ρόλος του σχολείου και των εκπαιδευτικών? Οφείλουν, σε περίπτωση που εντοπίσουν κάποιο πρόβλημα, να έρθουν σε συνεννόηση με τους γονείς, οπότε να συμβάλλουν κι αυτοί από την πλευρά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος?
- Μ.Μ.: Ακριβώς. Έτσι όπως είναι η δομή στην Ελλάδα σήμερα, οι εκπαιδευτικοί ενημερώνουν τους γονείς κι έπειτα απευθύνονται στα ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διάγνωσης, Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης), που είναι δημόσια κέντρα όπου παραπέμπονται τα παιδιά που έχουν δυσκολίες. Υπάρχει εκεί μία ομάδα ειδικών που βλέπουν και αξιολογούν το παιδί. Από εκεί και πέρα, λένε στο γονιό τι μπορεί να γίνει κι έρχονται και σε συνεννόηση με το σχολείο, ώστε να υπάρχει η ανάλογη υποστήριξη για το κάθε παιδί.
- Μ.Β.: Αυτά τα Κέντρα υπάρχουν ανά την Ελλάδα?
- Μ.Μ.: Απ’ όσο γνωρίζω, σε κάθε νομό, υπάρχει το αντίστοιχο τμήμα, όπου μπορεί ν’ απευθυνθεί ο κάθε γονιός.
- Μ.Β.: Αν κάποια οικογένεια δυσκολεύεται οικονομικά, αλλά έχει την ικανότητα να αντιληφθεί ότι το παιδί της έχει κάποια δυσκολία και θέλει να το βοηθήσει, τι γίνεται σε αυτήν την περίπτωση?
- Μ.Μ.: Τα ΚΕΔΔΥ είναι δημόσια κέντρα, όπου κάποιος δεν χρειάζεται να πληρώσει. Οπότε μπορεί να ξεκινήσει από εκεί και στη συνέχεια να έρθει σε επαφή με κάποιον ειδικό. Νομίζω ότι όλοι είμαστε ευαισθητοποιημένοι και μπορούμε να κάνουμε μία καλύτερη οικονομική προσφορά στους γονείς. Να επισημάνω δε ότι κάποιες θεραπείες καλύπτονται και από τα ασφαλιστικά ταμεία.
- Μ.Β.: Θα ήθελα, αν συμφωνούσατε κι εσείς, να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο περιστατικό που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
- Μ.Μ.: Υπάρχουν αρκετά περιστατικά που μου έχουν κάνει εντύπωση. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Αγγλία, όπου είχα την τύχη να σπουδάσω και να εργασθώ. Θα σας αναφέρω ένα τέτοιο περιστατικό που είχε πολύ καλή εξέλιξη και αναπτύξαμε και μία ιδιαίτερη σχέση. Ήταν ένα παιδί εδώ από τη Λευκάδα, το οποίο διαγνώσθηκε σε αρκετά μεγάλη ηλικία, όταν ήταν δώδεκα χρονών, με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή υψηλής λειτουργικότητας, το λεγόμενο σύνδρομο «Asperger». Το σύνδρομο αυτό παρουσιάζεται σε παιδιά πολύ έξυπνα, με φοβερές πρακτικές ικανότητες, αλλά μεγάλες δυσκολίες στο πώς θα χρησιμοποιήσουν το λόγο τους, προκειμένου να προσεγγίσουν κοινωνικά τους συμμαθητές τους και το λοιπό περίγυρο. Αυτό το παιδί ήταν ήδη ενήμερο για το τι του συνέβαινε. Παρόλο που δεν είχε συζητηθεί μέσα στην οικογένεια, είχε φροντίσει από μόνος του να το ψάξει στο ίντερνετ και να καταλάβει τι του συμβαίνει. Όταν ήρθε σ’ εμένα, που ο ίδιος το ζήτησε, μου είπε μόνος του τη διάγνωση. Μου είπε: « Ξέρω ότι έχω Asperger. Και όταν κάνω αυτό, γίνεται εκείνο. Και ξέρω ότι δεν μπορώ να προσεγγίσω κάποιον. Και ξέρω ότι είμαι αγενής. Κι ότι είμαι περίεργος και ότι όλοι με χαρακτηρίζουν περίεργο. Αλλά, έτσι είμαι εγώ». Οπότε, σε μια κοινή προσπάθεια με την οικογένεια, με την οποία, μετά από αρκετό διάστημα, καταφέραμε να γίνει μια σωστή εκπαίδευση και να ξέρει τι γίνεται, το παιδί έχει εξελιχθεί πάρα πολύ καλά. Έχει περισσότερους φίλους τώρα πια στο σχολείο, ξέρει ο ίδιος να σταματά τον εαυτό του στο σημείο εκείνο ώστε να μην γίνεται αγενής και περίεργος, και είναι ένα παιδί καταπληκτικό σε θέματα χειρισμού διαδικτύου και κομπιούτερ. Δηλαδή, κοινωνικά μπορεί να μην είναι τόσο καλός, αλλά σε θέματα πρακτικά σε σχέση με τους υπολογιστές, δεν πιάνεται!
- Μ.Β.: Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι αν η οικογένεια έχει διάθεση να βοηθήσει το παιδί της, και επιλέξει και συνεργαστεί με τον κατάλληλο ειδικό, τότε πολλά μπορούν να λυθούν.
- Μ.Μ.: Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Όλα αντιμετωπίζονται, αρκεί να υπάρχει επιμονή, υπομονή και δέσμευση και από τις δύο πλευρές ότι θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο για το παιδί μας.
Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com